Friday, February 23, 2007

ΕΞΙ

ανταποκρίνομαι εις διπλούν στους τρεις (Exiled, Troll, Houli) που με κάλεσαν να πεντο-περιαυτολογήσω επώνυμα (ως Στράτος Τζίτζης) με μια εξάδα (3Χ2=6)

1. Αν είχα λεφτά θα ασχολούμουν συστηματικά με τη φιλοσοφία, επί της οποίας έχω κάτι να πω, και να κάνω.

2. Δεν έχω λεφτά και μάλλον θα (ξανα)κάνω σινεμά για να βγάλω κάνα φράγκο, άντε και να πω κάτι.

3. Επειδή αφήνοντας (προσωρινά, έστω) τη φιλοσοφία μπορεί να χάσω το νόημα των πραγμάτων, είπα να κρατάω μπλογκοσημειώσεις όταν έχω χρόνο, για να με κρατούν σε επαφή με το πνεύμα μου και με άλλους συνοδοιπόρους.

4. Με απασχολεί η δυνατότητα πολιτικής κινητοποίησης και ανάληψης της ηγεσίας από εμπνευσμένα άτομα, όχι κατά τον ολοκληρωτικό τρόπο του Πλάτωνα, αλλά κατά έναν ερωτηματικό τρόπο.

5. Η ερω(τημα)τικότητα έχει παίξει μεγάλο ρόλο στη ζωή μου, και συνεχίζει να παίζει, αν και τώρα πρωταγωνιστεί στις επιλογές μου η κόρη μου, η αδιαμφισβήτητη υπερβατική δέσμευσή μου, δια βίου.

6. Υπάρχει κάτι πέρα από όλα αυτά, κάτι πέρα από τις πεντάδες των αυτοπροσδιορισμών μας, που είναι το πιο σημαντικό. Υπάρχει κάτι έκτο που μας διαφεύγει και είναι Αυτό που μας ξεπερνάει και μας προσδιορίζει ορίζοντας αυτό που πραγματικά είμαστε, αλλά είναι αδύνατον να το ξέρουμε οριστικά, γιατί πηγάζει άμεσα από τον Λόγο για τον οποίο υπάρχουμε και αυτόν δεν θα τον μάθουμε ποτέ.
Το μόνο που μπορούμε είναι να το προσεγγίσουμε ερω(τημα)τικά, όντας όσο γίνεται ειλικρινείς προς τις απώτατες επιθυμίες μας και ακολουθώντας τες όσο μπορούμε κατά την κλιμάκωσή τους προς το απόλυτο.

και με αυτό το έξι, λέω να κλείσουμε τον κύκλο με τις μεταξύ μας πεντάδες, καλώντας τούς έκτους, εκτός ημών, στο παιχνίδι.

όλοι εσείς οι διακριτικοί ανώνυμοι, όσοι έχετε να πείτε κάτι, αφήστε τις διακριτικότητες και παρακαλώ προσέλθετε.


μη φοβάστε τους αριθμούς και το επί πέντε πλήθος των μπλόγκερ. κανείς δεν έχει εξάρες. το έξι είναι ανοιχτό και αφήνει το περιθώριο στον καθένα να μπεί στο παιχνίδι.

Monday, February 19, 2007

λαγάνα από Μπερλινάλε

Μετά τα ψίχουλα από Μπερλινάλε, και αφού τελείωσε το πανηγύρι, ας κάνουμε έναν απολογισμό για να μοιράσουμε λαγάνα σε όσους δεν χόρτασαν με τα ψίχουλα.

Δεν είδα παρά ελάχιστες ταινίες, οπότε δεν μπορώ να μιλήσω για το μενού, αλλά είδα πώς δουλεύει το μαγαζί στην κουζίνα, όπως το περιέγραψα χονδρικά προχθές.

Η αλήθεια είναι ότι ανεξάρτητα από τις προθέσεις των μαγαζατόρων, οι ταινίες και το κοινό τους μπορούν να φτιάξουν μια κατάσταση φευγάτη, που να ξεπερνάει τα μπακαλοτέφτερα του αφεντικού και το μαγαζί να «πετάει».

Δεν ξέρω κατά πόσο το κοινό που συρρέει στις προβολές έρχεται με τέτοια «φευγάτη» διάθεση ή παρασύρεται από τη δημοσιότητα του φεστιβάλ, το οποίο θέλει να δει από κοντά και όχι μόνο από την τηλεόραση, αλλά υποθέτω ότι πολλοί είναι αγνοί σινεφίλ, έτοιμοι να ανοιχτούν στην κινηματογραφική εμπειρία.

Το αγνό κοινό, όμως, έχει απέναντί του ένα σωρό επαγγελματίες που δουλειά τους είναι να το καναλιζάρουν στις ταινίες της επιλογής τους, πολλές από τις οποίες έχουν φτιαχτεί για να επιλεγούν από αυτούς και όχι για να επικοινωνήσουν με το κοινό.

Αυτό που βλέπουν οι θεατές είναι αυτό που έχει επιλεγεί να δουν και αν αυτό έχει φτιαχτεί για να επιλεγεί από αυτούς που έχουν την εξουσία να επιλέγουν και όχι για να το δει ο κόσμος, τότε ο κόσμος δεν βλέπει παρά ένα θέαμα εξουσίας, νομίζοντας ότι βλέπει ταινίες.

Μη ξεχνάμε ότι ένας μηχανισμός εξουσίας στον χώρο του θεάματος, όπως αυτός της Μπερλινάλε, νοιάζεται κυρίως για την υπερίσχυση του. Για αυτό φροντίζει να φέρνει τους μεγάλους σταρ, τους καθιερωμένους σκηνοθέτες, τη τελευταία κολεξιόν από τις ταινίες της μόδας ή ό,τι άλλο εντυπωσιακό κυκλοφορεί στην πιάτσα, έστω και αν αυτό αφορά ακραία αυτοτσιμπουκώματα πειραματικού κινηματογράφου.

Μέσα στα πλαίσια ενός τέτοιου «μεγάλου φεστιβάλ», η κινηματογραφική εμπειρία δεν αποκλείεται να συμβεί, αλλά χρειάζεται ένα κοινό που να μην το σέβεται και ταινίες που να το έχουν «χεσμένο». Καλή σαρακοστή.

Saturday, February 17, 2007

ψίχουλα από Μπερλινάλε

Οι Βερολινόκαυλες θα ανταποκριθούν στο λαϊκό αίτημα για ανταπόκριση από Μπερλινάλε, αλλά δεν θα κάνουν κινηματογραφική κριτική, μην πάρουν το ψωμάκι από τους επαγγελματίες του είδους. Ας τους αφήσουμε να μαζέψουν λίγα ακόμη ένσημα. Έτσι κι αλλιώς είναι για συνταξιοδότηση.

Εδώ θα σχολιάσουμε εκτός ταινιών, για τον κόσμο που ζει πλουσιοπάροχα από αυτές, αφού οι Βερολινόκαυλες για να βγάλουν το ψωμί τους κινήθηκαν παρασκηνιακά, πίσω από τη μεγάλη οθόνη, εκεί που γίνεται το μεγάλο φαγοπότι, μπας και πέσει κανένα ξεροκόμματο. Ιδού μερικά ψίχουλα.

«ο Μαρξ, στη γαλαρία»

Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσος κόσμος ζει στη χλίδα από τις ταινίες, χωρίς να έχει κάνει τίποτε για αυτές, πέρα από το να τις πουλάει και να τις αγοράζει.

Αν σκεφτείς από πού προέρχεται όλος αυτός ο πλούτος, που επιδεικνύεται εδώ στη Μπερλινάλε, δεν μπορείς να μη θυμηθείς την υπεραξία του Μαρξ, αν και δεν χρειάζεται να είσαι μαρξιστής για να εξηγήσεις πώς τα κονόμησαν όλοι αυτοί.

Αγοράζουν φτηνά από τους δημιουργούς (την προλεταριακή δύναμη των ταινιών) και πουλάνε ακριβά στον κοσμάκη (την προλεταριακή δύναμη της κοινωνίας) και μετά κάνουν τους ανήξερους.

Κοιτούν τους φτωχούς καλλιτέχνες υποτιμητικά και μιλούν στους διάφορους υπηρέτες με ύφος ανωτερότητας, χωρίς κανένα ίχνος ντροπής ότι έχουν κατακλέψει και τους μεν και τους δε.

Ρε μάγκες από πού τα βγάλατε τόσα φράγκα ξαφνικά; Κάποιον πιάσατε κορόιδο, δεν μπορεί.

«συγγραφείς είστε κορόιδα»

Ταινίες που γεννήθηκαν από έναν μοναχικό συγγραφέα, κάποια νύχτα μες στο κρύο, που κάθισε σε ένα πεζούλι, (γιατί είχε «φάει πόρτα»), και έγραψε, (για να ξεπεράσει τη ροχάλα με τις φαντασιώσεις του), στρώνουν το κόκκινο χαλί για όλους αυτούς που ήρθαν μετά, μέχρι τον τελευταίο εμποράκο και δημοσιογραφίσκο, ενώ αυτός, ο πραγματικός δημιουργός- γιατί οι ταινίες από μία ιδέα στο χαρτί ξεκινάνε – είναι υποτιμημένος σαν σκώρος στο κόκκινο χαλί της Μπερλινάλε που κάνει ζιγκ ζαγκ μην τον πατήσει κανένα τακούνι από τις τουαλέτες των καλλονών που συνοδεύουν τους μεγαλοσχήμονες.

Ο συγγραφέας το πολύ να πάρει μάτι την κιλότα τους από κάτω, κοντρ μπλονζέ, για να συνεχίσει τις φαντασιώσεις του, οι οποίες ταΐζουν όλους αυτούς και ντύνουν όλες αυτές.

«η καύλα της εξουσίας αντί για εξουσία της καύλας»

Αν δείτε πόσες καλλονές και πόσοι καλλονοί υποκλίνονται για ένα τατς γκλαμουριάς και λίγο σνιφ από τη χρυσόσκονη της εξουσίας θα διαπιστώσετε θλιβερά, ακόμη μια φορά, την καυλωτική ισχύ της εξουσίας και τι κρίμα που δεν θέσατε υποψηφιότητα για εξουσιαστές τότε που είχατε την ευκαιρία.

Αλλά τότε είχατε καύλες και δεν κοιτούσατε για αυτά, ενώ οι ξενέρωτοι συμφεροντολόγοι συνομήλικοί σας υπέσκαπταν τη νεανική επικράτεια της καυλοσύνης για να στήσουν τον θρόνο που θα τους επέτρεπε να γαμούν αργότερα, τότε που εσείς δεν θα έχετε καμία νεανική ισχύ και αυτούς δεν θα τους σηκώνεται.

Τι κρίμα που οι καύλες σας δεν κατάφεραν να αλλάξουν τον κόσμο ώστε ο πλούτος να μετριέται σε καυλονομίσματα.

«τα μεγάλα φεστιβάλ ανήκουν στους μεγαλοπιασμένους»

Όσοι τσιμπάνε στις ταινίες που διαφημίζονται σαν official selection σε κάποιο από τα διαγωνιστικά τμήματα των μεγάλων φεστιβάλ (Κάνες, Βερολίνο, Βενετία – τα ευρωπαϊκά) κάνουν το λάθος να νομίζουν ότι οι επιλογές γίνονται με κριτήρια που αφορούν την ταινία. Ε, λοιπόν η ταινία δεν έχει καμία σχέση.

Οι επιλογές είναι αποτέλεσμα πολιτικών που αφορούν τα στενά συμφέροντα των διοργανωτών, την ισχύ των ήδη μεγαλοπιασμένων σκηνοθετών και τις αλλαξοκωλιές με τις μεγάλες εταιρίες που αλωνίζουν την κινηματογραφική αρένα με δρεπανιφόρα άρματα δημοσίων σχέσεων.

Αν θέλετε να δείτε σπάνια κινηματογραφικά αριστουργήματα, να ψάχνετε στα σκουπίδια από τα διευθυντικά γραφεία των φεστιβάλ, στα dvd από τις ταινίες που πέταξαν στα καλάθια των αχρήστων, χωρίς καν να τις δουν.

Saturday, February 10, 2007

Οι Βερολινόκαυλες πάνε Μπερλινάλε

Οι Βερολινόκαυλες πάνε Μπερλινάλε να βγάλουν το ψωμί τους. Αν περισσεύει κανένα ψίχουλο, θα διατίθεται για πασατέμπο στα διαλείμματα. Αλλιώς, στο τέλος θα έχει κόλλυβα.

Wednesday, February 7, 2007

Βερολίνο + Καύλες = Βερολινόκαυλες

Η γερμανική γλώσσα είναι πολύ παρτουζιάρα όταν έχει κέφια ή όταν φτάνει σε ερωτικό αδιέξοδο με λέξεις που έχουν βαρεθεί να είναι μόνες ή να γαμωσκυλοβαριούνται σε μονογαμικά ζεύγη και τότε χώνονται η μία στην άλλη και παίρνονται τρενάκι αδιακρίτως γένους για να βγάλουν μια σύνθετη λέξη σιδηρόδρομο, η οποία πρωτοπορεί στις αναζητήσεις του Γκούγκλ.

Αυτό δεν έχει σχέση με εμένα εδώ, αφού δεν γράφω το μπλογκ στα γερμανικά, αλλά η «καύλα» έχει, και το «Βερολίνο». Είναι οι δύο μόνιμες λέξεις αναζήτησης που έχω στα μπλογκο-ρέφερενς από το Γκούγκλ.

Για να μην απογοητεύσω όσους ψάχνοντας κατά πού πέφτει το Βερολίνο ή η καύλα τους, πέφτουν κατά λάθος επάνω μου -αφού ούτε τουριστικός οδηγός του Βερολίνου είμαι (κάτι άλλο θέλω να πώ με το «εδώ Βερολίνο») ούτε ξεναγός σε αξιοθέατα της καύλας (την οποία εξετάζω φιλοσοφικά κατά καιρούς)- τους δίνω μια πρωτότυπη λύση με τον συνδυασμό των λεκτικών τους αναζητήσεων.

Φίλοι καυλοβερολινεζοψάχτες και φίλες καυλοβερολινεζοψάχτριες ψάξτε στο Γκούγκλ για «Βερολινόκαυλες» και επειδή δεν θα βρείτε τίποτε θα απελευθερωθείτε από την αγωνία της αναζήτησης. Η λέξη σιδηρόδρομος θα σας επιστρέψει στον εαυτό σας για να δείτε το Βερολίνο με τα δικά σας μάτια και να κρατήσετε την καύλα σας ακέραιη, για να την αξιοποιήσετε με κάποιον άλλον αντί να την χαραμίσετε μόνοι σας.

Tuesday, February 6, 2007

την έκανα πάλι

Σήμερα πρωί πρωί έκανα μια μαλακία, από αυτές που συνήθως κάνω. Φέρθηκα ατσούμπαλα σε κάποιον και έφαγα μούντζα. Στην αρχή προσπάθησα να απολογηθώ - «δεν είχα καταλάβει ότι θα σε πείραζε» - αλλά δεν με έπειθα.

Μετά, πτοημένος, κλείστηκα στον εαυτό μου και αναγνωρίζοντας στην ατσουμπαλοσύνη μου όλα τα κακά που πέσαν πάνω μου στη ζωή, χτυπούσα το στήθος ωιμέ για τη μοίρα μου και τον άξεστο πατέρα που με μεγάλωσε με γαμωσταυρίδια και σφαλιάρες, όπως τον μεγάλωσε ο πατέρας του, κι αυτόν ο δικός του, και φτάνουμε στις γαλέρες με τους δούλους, όπου τραβούσε κουπί ο εκατοστός προπάππους μου.

Στη συνέχεια, αναγνώρισα στη συμπεριφορά μου κάτι καθαρά κακό, χωρίς δικαιολογίες και ιστορικές αιτίες. Έπρεπε να αναλάβω την ευθύνη του, να υποστώ τις συνέπειες, αφού το συγνώμη δεν ήταν αρκετό, και σκάσε.

Αυτό άλλωστε πιστεύω και για τον καθένα, ότι άπαξ και ενηλικιωθεί πρέπει να αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη των πράξεων του, αλλιώς δεν έχει τέλος η ιστορία με τις γαλέρες.

Επιπλέον, βλέπω ότι πολλές φορές το κακό χτυπά ασύμμετρα, όχι σαν απάντηση σε κάτι κακό που το προκάλεσε, αλλά υπερβάλλει χτυπώντας μάλιστα κάποιους άσχετους, σαν καθαρό κακό που ξεπερνάει τις αιτίες που το γέννησαν. (Το ίδιο πιστεύω και για το καλό, αλλά δεν είναι εδώ το θέμα)

Αλλά τι είναι αυτό το γαμημένο κακό μέσα μου; Εγώ το εφηύρα, για να είμαι υπεύθυνος(;) Δεν νομίζω. Τότε υπό ποίαν έννοια είμαι υπεύθυνος;

Είμαι υπεύθυνος με την έννοια ότι το κακό μπορεί, μεν, να είναι επιβίωση μέσα μου ανεπεξέργαστων ψυχολογικών καταστάσεων και ατσούμπαλων μορφών της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά, αφού έφτασε μέχρις εμένα είναι τώρα δική μου ευθύνη να το επεξεργαστώ, να εξομαλύνω την τραχύτητα του, να βγάλω την καλοσύνη από μέσα του και να συμβάλλω στην ευ-μορφοποίηση του ανθρώπου και οπωσδήποτε τη δική μου. Και στην τελική, είμαι υπεύθυνος γιατί δεν έφταιγε σε τίποτε ο άλλος για τη μαλακία που με δέρνει.

Υπόσχομαι να μην την ξανακάνω, ή τουλάχιστον θα προσπαθήσω, κι επειδή φοβάμαι μη ξαναπροδοθώ από τον κωλοχαρακτήρα μου, γράφω αυτό το κείμενο σαν δημόσια δέσμευση.

Saturday, February 3, 2007

αν την περιμένεις, μπορεί να μην έρθει ποτέ

Μερικές φορές τα πράγματα δείχνουν να στέκονται ακίνητα και τίποτε καινούργιο να μην είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί, λες και όλα ισορροπούν σε ένα σημείο αλληλεξουδετέρωσης αντίρροπων δυνάμεων - της ροπής να γίνει κάτι και της αντίθετης ροπής, της αδράνειας, που αποτρέπει να γίνει οτιδήποτε διαφορετικό από αυτό που ήδη υπάρχει.

Το μόνο που επιτρέπει αυτό το νεκρό σημείο είναι η ανακύκλωση του κόσμου στα ίδια και στα ίδια, όπου «το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει» κι εσύ ως μήλο δεν μπορείς να βγάλεις πόδια και να πας παραδίπλα στην αχλαδιά, αφού μήλο γεννήθηκες, από μπαμπά και μαμά μήλα, και ως γνωστόν τα μήλα δεν έχουν πόδια, ούτε όμως και τα αχλάδια οι διπλανοί σου, ούτε και κανείς άλλος δεν μπορεί να ξεφύγει από το δέντρο που τον μεγάλωσε ό, τι φρούτο και νάναι.

Σε αυτή τη φάση όλος ο κόσμος δείχνει να ανακυκλώνεται ερήμην σου, σαν να ακολουθεί μια τελεσίδικη πορεία για την οποία εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτε, όσο κι αν δεν τη πας τη φάση. Μια σειρά από αντίρροπες δυνάμεις υπονομεύουν τη διάθεση σου να δράσεις δημιουργικά, με οποιοδήποτε τρόπο.

Θες να κάνεις κάτι, αλλά δεν έχεις λεφτά να το κάνεις, οπότε δεν κάνεις τίποτε
ή
έχεις λεφτά να κάνεις κάτι, αλλά δεν ξέρεις τι θέλεις, οπότε δεν κάνεις πάλι τίποτε, εκτός από το να βγάζεις λεφτά.
ή
Θέλεις ως άνδρας να φλερτάρεις κάποιαν, αλλά αυτή δεν σου ρίχνει ούτε μια ματιά, οπότε κρατιέσαι μη φας χυλοπίτα
ή
θέλεις ως γυναίκα να σε φλερτάρει κάποιος, αλλά δεν φοράς τα γυαλιά σου (για να δείχνεις ωραία για να σε φλερτάρει κάποιος) και δεν βλέπεις κανέναν να θέλει να σε φλερτάρει.
ή
Θες να κινητοποιηθείς πολιτικά, αλλά κανείς δεν δείχνει διάθεση κινητοποίησης, οπότε κάθεσαι στα αυγά σου
ή
κανείς δεν δείχνει διάθεση κινητοποίησης επειδή δεν βλέπει κανέναν να κινητοποιείται, οπότε νάτο το κοτέτσι.

Ένα σωρό καταστάσεις αγγίζουν αυτό το σημείο. Το μόνο που σε γλυτώνει είναι να δράσεις επί προσωπικού, αυθόρμητα και στο «δόξα-πατρί», χωρίς να υπολογίζεις τίποτε πέρα από αυτό που σε έλκει να κινηθείς, χωρίς να περιμένεις καμία συγκατάθεση, καμία διαβεβαίωση και καμία κατάλληλη συνθήκη, διότι αν την περιμένεις, μπορεί να μην έρθει ποτέ.