Monday, October 29, 2007

η βερολινέζικη σύναξη των ωραιοθυλάκων*

Όταν ξεκίνησα αυτό το μπλογκ το ονόμασα εδώ Βερολίνο όχι για να βερολινολογήσω αλλά από μια διάθεση συντονισμού με τους ανά τον κόσμο αυτοεξόριστους, κι ακόμη περισσότερο με αυτούς που βρίσκονται εδώ.

Παρόλο που ξανάπιασα το μπλογκ μετά το καλοκαίρι από άχτι (αρχικά, και φιλοσοφική διάθεση μετά), χωρίς καμία όρεξη να γράφω ρεπορταζάκια της καθημερινότητάς μου, (που τα σκυλοβαριέμαι, και από τα οποία βρίθουν τα μπλογκ), θα κάνω μια εξαίρεση για να βερολινολογήσω μετά από ένα τριήμερο που ήμουν συνεχώς στη γύρα.

Το γλυκό φθινόπωρο γύρω μου, τα απανωτά σκιρτήματα του έρωτα που νιώθω για αυτήν την πόλη ακόμη (μετά από τρία χρόνια) και ο ωραίος κόσμος που έχει μαζευτεί εδώ από όλο τον κόσμο (και τον τελευταίο καιρό από Ελλάδα), με ωθούν να το υμνήσω, έστω και αν αυτό μπορεί να προκαλέσει τον φθόνο κάποιων φίλων που δεν είναι εδώ.

Αλλά τι να κάνουμε παιδιά; Είναι και γαμώ τις πόλεις, και πολύ καλύτερη από τα Λονδίνα, Παρίσια και Λος Άντζελες που επισκέφτηκα το τελευταίο εξάμηνο. Το Βερολίνο έχει μια καταπληκτική ισορροπία με το να είναι μητροπολιτικό κέντρο από τη μια και από την άλλη να παραμένει ήσυχο, χαλαρό, πράσινο, άνετο και (ακόμη) φτηνό.

Καλά θα κάνετε να’ ρθετε κι εσείς, να γίνουμε πολλοί, όπως ήρθαν και τόσοι σκαστοί από όλα τα μέρη της Ελλάδας, έτσι που πάει να γίνει α λα Παρίσι στη χούντα, (τότε, που είχαν μαζευτεί εκεί διάφοροι αντιστασιακοί και ωραίοι τύποι).

Δεν ξέρω τι θα γίνει με αυτήν τη βερολινέζικη σύναξη των ωραιοθυλάκων* που το σκάνε προς τα εδώ δραπετεύοντας από τη νεοελληνική δικτατορία της ασχήμιας. Μπορεί να είναι μόνο μια φυγή και να μη καταφέρει να παράγει κάτι σταθερό, με προοπτική, εδώ "στα ξένα".

Αυτό που ξέρω είναι ότι αυτή η σύναξη έχει μια απίστευτη εαρινή αίσθηση μέσα στο καταφθινόπωρο, που είναι άκρως μεθυστική, έστω και αν αποδειχτεί θνησιγενής.

Ως γνωστόν, τα άνθη αργά ή γρήγορα πέφτουν και στη θέση τους κανονικά έρχονται οι καρποί. Θα έρθουν όμως στην περίπτωσή μας; (Ειδικά που έρχεται καπάκι χειμώνας, τι θα κάνουν όσα παιδιά δεν έχουν λεφτά; Διότι το Βερολίνο είναι μεν γαμάτο, αλλά άφραγκο).

Από τη μια, λέω, δεν μπορεί, όλοι αυτοί οι ταλαντούχοι αυτοεξόριστοι - χορευτές, μουσικοί, επιστήμονες, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, προγραμματιστές, συγγραφείς, φωτογράφοι, εικαστικοί, διδακτορικογράφοι, μεταπτυχιακοί, κλπ - κάτι θα καταφέρουν να σκαρώσουν στην «εξορία», όσοι σκαλώσουν βέβαια εδώ, (γιατί κάποιοι είναι για πίσω).

Αλλά από την άλλη, λέω, και τίποτε να μη γίνει και όλο αυτό να αποδειχτεί μια εφήμερη βερολινέζικη ανθοφορία, που ευωδίασε για λίγο, όσο να πάρουμε μια άλλη μυρουδιά έξω από τη μπόχα της αθηναϊλας, είναι ωραίο που τη μυριστήκαμε!

* "ωραιο-θύλαξ" είναι ο θύλακας ενός αντιστασιακού ωραιο-ατόμου, το οποίο αντιστέκεται στην επέλαση της ασχήμιας δίνοντας μάχη από τον θύλακά του υπέρ του ωραίου. (Είδες τι γράφεις άμα έχεις βερολινόκαυλες;!)

Friday, October 26, 2007

σύντομη ιστορία των ιδεών σε τρεις αράδες

μυθολογική περίοδος - Όταν ο πρωτο-άνθρωπος άρχισε να συντάσσει γενικές θεωρίες για τον κόσμο που ζούσε, για να συνταχθεί αρμονικά με αυτόν, και όχι μόνο να μελετάει πώς να ξετρυπώσει το λαγοκούνελο πριν την αλεπού, για να το κάνει μπάρμπεκιου με κάρβουνα από κεραυνό, χρησιμοποίησε μυθικά στοιχεία προκειμένου να εικονογραφήσει όσα η γνώση και η γλώσσα του πηδούσαν αλλά δεν έφταναν.

ορθολογική περίοδος - Όταν η γνώση και η γλώσσα καρδαμώθηκαν και έπιασαν αρκετά που ήταν κρεμαστάρια, κλόνισαν τις μέχρι τότε μυθο-γενικές θεωρίες και γκρέμισαν τους καλοταϊσμένους με χρυσά τάματα και ιερά σφακτά θεούς τους. Τη θέση των ιερέων πήραν τότε διάφοροι φιλόσοφοι που επιχειρηματολογούσαν εξαντλητικά για το ποιανού γενική θεωρία είναι πιο λογική και αν υπάρχει τέτοια ή μήπως να αράξουμε στα κιλά μας και να κοιτάμε μόνο την πάρτη μας.

σύγχρονη περίοδος - Σήμερα έχει επικρατήσει η για την πάρτη μας φιλοσοφία, που έχει γεμίσει τα ράφια με προμαγειρεμένα λαγοκούνελα και έχει στείλει την αλεπού αδιάβαστη. Επειδή όμως ο νεο-άνθρωπος, όπως και ο πρωτο-άνθρωπος, δεν αρκείται στο τι θα φάει και θα χέσει, αλλά έχει και μετα-φυσικές ανάγκες, ξαναγυρνάει στη θεολογική περίοδο για να τις καλύψει, αφού η σύγχρονη φιλοσοφία όχι μόνο δεν τις διαπραγματεύεται πλέον, αλλά ούτε που του τις αναγνωρίζει.

Έτσι η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Sunday, October 21, 2007

Αυτό

Ο άνθρωπος δεν είναι αυθύπαρκτος και γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί. Υπάρχει πάντα σε σχέση με κάτι πέραν αυτού, κάτι που τον ταΐζει, τον ποτίζει, του δίνει τα μέσα να ζει, και το οποίο κάτι, με τη σειρά του, υπάρχει σε σχέση με κάτι άλλο κι αυτό με κάτι άλλο. Μόνο το Όλον όλων αυτών είναι αυθύπαρκτο και αυτοπροσδιορισμένο.

Όπως όλα, έτσι και ο άνθρωπος είναι μέρος του Όλου, υπάρχει εξ αυτού και δι’ αυτό, το οποίο πάντα θα αγνοεί, αφού δεν πρόκειται ποτέ να μάθει τον λόγο που αυτό υπάρχει και του δίνει ζωή για κάποιον δικό του Λόγο.

Αυτό που τον ξεπερνά και τον καθορίζει είναι λογικά αδύνατο να το προσδιορίσει ο άνθρωπος και να το ονομάσει με οποιαδήποτε λέξη το συγκεκριμενοποιεί. Το μόνο που μπορεί και πρέπει είναι να προσδιοριστεί ο ίδιος ως προς αυτό, αναφερόμενος σε αυτό υπαινικτικά με μια λέξη όσο περισσότερο γενική και ουδέτερη γίνεται, όπως η λέξη «Αυτό».

Οποιαδήποτε απόπειρα του ανθρώπου να προσδιορίσει Αυτό, περιορίζοντάς το μέσα στα όρια της ανθρώπινης νόησης και γλώσσας για να το οικειοποιηθεί (π.χ. με τις ανθρωπόμορφες θρησκείες), σηματοδοτεί και μιαν καταχρηστική αρχή, που έχει σαν πρακτική συνέπεια μια σειρά καταχρήσεων με δράστη αυτόν που θεωρεί ότι κατέχει την ολότητα Αυτού, οπότε στρέφεται με ευκολία εναντίον κάθε τι άλλου που θεωρεί ξένο, είτε αυτό είναι ένας άλλος άνθρωπος, είτε η υπόλοιπη φύση.

Από την άλλη, η απουσία αναφοράς του ανθρώπου σε Αυτό που τον καθορίζει και η εγκατάλειψη της προσπάθειας προσδιορισμού του ως προς την ολότητα Του, (π.χ. με τον δυτικό "ορθολογισμό"), τον παγιδεύει σε αδιέξοδες αυτοαναφορικότητες και εγωισμούς, που οδηγούν σε ανταγωνισμούς εξίσου καταστροφικούς.

Η διέξοδος βρίσκεται στην ερωτηματική αναφορά του ανθρώπου σε Αυτό και στο άνοιγμα της νόησής του στην απροσδιόριστη ολότητα Του, έτσι ώστε να κινηθεί προς τη θέση που του αναλογεί εντός της, τείνοντας στα φυσικά του όρια και στην εκπλήρωση του προορισμού του.

Αν και δεν μπορεί να ξέρει ποιος είναι ο προορισμός του, αφού αγνοεί Αυτό που τον καθορίζει, μπορεί να τον υποθέσει ως τον λόγο που γνωρίζει ό,τι γνωρίζει, μιας και δεν επέλεξε αυτός να είναι έλλογο ον, αλλά είναι έλλογος για κάποιον λόγο πέραν αυτού.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον Λόγο του λόγου του, πρέπει να συνεχίσει να γνωρίζει, προσανατολισμένος σταθερά στο άγνωστο Αυτό και διαθέτοντας το διανοητικό του χάρισμα στην εννόηση όσων είναι προορισμένος να εννοήσει και στην ανάλογη τροποποίηση της στάσης του.

Εφόσον Αυτό μένει σταθερά ανοικτό στη νόηση ως ερωτηματικό και δεν περιορίζεται από καταχρηστικούς προσδιορισμούς, ούτε καταπνίγεται σε αυτοαναφορικές εσωστρέφειες, δίνει στον άνθρωπο την προοπτική τής ολοκλήρωσής του κινητοποιώντας τον πέραν της υφιστάμενης πραγματικότητας του, η οποία τον περιορίζει σε κάτι λιγότερο από αυτό που μπορεί να είναι ως έλλογο ον.

Tuesday, October 16, 2007

η οικολογία στο υπόγειο της Λόλας

Xθες ήταν, λέει, ημέρα κατάθεσης προτάσεων από τους ανά τον κόσμο μπλόγκερς για ζητήματα οικολογίας.

Μιας και τα ζητήματα της οικολογίας δεν τελειώνουν σε μια μέρα, είπα κι εγώ να δράσω σήμερα ως Βερολινόκαυλες και να υποβάλλω τις βερολινοκαυλοπροτάσεις μου (μακρινάρια η γερμανική γλώσσα!).

Θα ξεκινήσω με μια φιλοσοφική παρατήρηση πριν περάσουμε στην «πράξη», (τη σεξουαλική, εννοείται, αλλιώς τι Βερολινόκαυλες θα είμασταν).

Το οικολογικό πρόβλημα ξεκινάει από μια βαθύτερη διαταραχή στη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, που οφείλεται στην επικράτηση της πρακτικής-χρηστικής στάσης του ανθρώπου απέναντί του, εις βάρος της ποιητικής-ουσιαστικής σχέσης μαζί του. (Η πρακτική-χρηστική στάση επικράτησε γιατί αυτό ακριβώς επιζητούσε: την επικράτηση.)

Όμως, και τα μέχρι τώρα οικολογικά κινήματα υποκύπτουν στη ίδια χρηστική λογική, έστω κι αν το κάνουν για το καλό μας, αφού, το καλό το βλέπουν από ωφελιμιστική άποψη. (Μάλλον, αυτό οφείλεται στην επικράτηση της αγγλοσαξωνικής ωφελιμιστικής σκέψης στον χώρο των ιδεών).

Γι’ αυτό, η πολιτική που ακολουθούν είναι κυρίως πρακτική και αφορά μέτρα ποσοτικού περιορισμού στην κατα-χρηστική στάση του ανθρώπου. Για τη χρηστική δεν λένε πολλά. (Είναι σαν να θέλουν να κάνουν τον καπιταλισμό λειτουργικό, ενώ το πρόβλημα βρίσκεται στον ίδιο τον καπιταλισμό.)

Δεν λέω, καλά κάνουν ό,τι κάνουν (και τo υποστηρίζω, ως καλύτερo από το τίποτε), αλλά αυτό που κάνουν είναι περιορισμένης ισχύος και αποτελεσματικότητας, διότι τους διαφεύγει η ουσία.

Για τις Βερολινόκαυλες, ως τέτοιες που είναι, η ουσία είναι η συνουσία, και στα οικολογικά ζητήματα.

Έχετε σκεφτεί πόσες μετακινήσεις γίνονται, πόση κατανάλωση πέφτει, τι μεζονέτες επιπλώνονται, πόσα μεγαθήρια ορθώνονται, τι αυτοκρατορίες χτίζονται (και άλλες γκρεμίζονται), τι βίλες ξεφυτρώνουν, πόσες ταινίες γυρίζονται, τι δραστηριότητες προβάλλονται, πόση σπατάλη επιδεικνύεται και τί μόλυνση όλα αυτά προκαλούν, μόνο και μόνο για να επιτύχει ο μεγαλεπήβολος άνθρωπος ένα απλό γαμησάκι με τον πλησίον του;

Όπου ο χ καυλωμένος αντί να καλέσει τη ψ καυλώστρα εις αμοιβαίαν τέρψην συνουσίας κομπλάρει και πρέπει να κάνει τόση φασαρία, να κορδωθεί με ένα σωρό τρόπαια και σύμβολα εξουσίας (από το ακριβό αμάξι μέχρι το φτηνό χαβιάρι) για να της επιβληθεί σεξιστικά και να της γαμήσει το κέρατο;

Διότι ο εν λόγω καυλωμένος χ, μέσα στο άγχος του σπασμωδικού του Εγώ (του ξεκομμένου από τη φύση), ξεχνάει ότι μπορεί και η ψ να έχει καύλες και ότι θα μπορούσαν μια χαρά να το κάνουν εύκολα δια της φυσικής οδού (ή και παρά φύση, στα μεγάλα κέφια), χωρίς τόσο κερατένιο δράμα.

Μπροστά στην κόμπλα τού Εγώ του, το πρώτο που έρχεται στο μυαλό τού κομπλεξικού ανθρώπου είναι η εξουσία, ως μια εξωτερική αίγλη που θα τον έβγαζε από τη δύσκολη θέση και θα έβαζε τον άλλον σε αυτήν.

Αυτή η εξωτερικότητα απομάκρυνε σκαλί σκαλί, πανωτόκι στο πανωτόκι, τον σύγχρονο άνθρωπο από τη φύση τόσο που να μη βρίσκει τρόπο να επιστρέψει.

Για την επιστροφή στη φύση θα βοηθούσε το γαμήσι, (παλιό και δοκιμασμένο), αν ξεκινούσε συν-ουσιαστικά, όχι εξ-ουσιαστικά, και μάλιστα από νεαρή ηλικία, πριν αρχίσουν να φυτρώνουν πλουτοκρατικές μεγαλομανίες στα μυαλά των αγάμητων εφήβων.

Για "πράξη" οικολογική , καυλώνουμε όλοι μαζί,

όχι στις βίλες των καπιταλιστών και στα μπιζού κάθε καριόλας,

ναι στα δωμάτια των φοιτητών και στα υπόγεια της Λόλας.

Friday, October 12, 2007

ψυχολογικά προβλήματα

Οι τηλεφωνικές συνομιλίες μου με κάποιους φίλους και συγγενείς από Ελλάδα ακούγονται τον τελευταίο καιρό γεμάτες παράσιτα και προσεισμικούς τριγμούς που έρχονται από βαθιά μέσα τους, από ψυχοφθόρες τριβές που τους κλυδωνίζουν και τους κάνουν επίφοβους για ψυχολογικά πατατράκ με τέτοια 8άρια που σε κάνουν ερείπιο.

Όσοι κατοικούν σε ψυχολογικά σεισμογενείς περιοχές θα πρέπει να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στους τριγμούς τους.

Οι τριγμοί είναι σε άλλους βοεροί, με ισχυρές κρίσεις, (πανικός, κατάθλιψη, μανία, μανιοκατάθλιψη, παράνοια, ιδεοψυχαναγκασμός, κλπ.), και σε άλλους υπόκωφοι, με έρπουσες κρίσεις, (άγχος, φοβία, υστερία, νεύρωση, κλπ.), και εκδηλώνονται ποικιλοτρόπως -από διαταραχές ύπνου (αϋπνία ή υπνηλία), διατροφής (βουλιμία ή ανορεξία) και εξαερισμού (δύσπνοια ή δυσκοιλιότητα), μέχρι διαταραχές προσωπικότητας, σχέσεων και λογικής- ενώ, σετάρουν με ένα μάτσο ψυχοσωματικά συμπτώματα.

Δεν είμαι ειδικός στο ψυχοτραλαλά για να εκφέρω εμπεριστατωμένη γνώμη για το τι συμβαίνει ακριβώς σε αυτές τις περιπτώσεις και τι χρειάζεται για κάθε μία από αυτές, αλλά υπάρχουν κάποια γενικά χαρακτηριστικά στα προβλήματα της ψυχής τα οποία ξεκινούν από αυτό που πολύ απλά είναι η ίδια η ψυχή και πώς εμείς της αλλάζουμε τον αδόξαστο.

Στις Υποθέσεις Γενικής Θεωρίας, κεφάλαιο 9, υπο-θέτω την «ψυχή» σαν την πεμπτουσία της ενότητας που μας κρατάει στη ζωή, σαν αυτό δηλ. που ενώνει τα μέρη μας σε ένα οργανικό όλον, το οποίο αποκτάει ζωή και υπόσταση ως ζω-ον από αυτήν ακριβώς την ένωση των μερών του. Όταν αυτή η ενότητα χάνεται, η ψυχή φεύγει και το ζω-ον διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη.

Οπότε συμπεραίνω ότι:

«Γενικά, όσα ονομάζουμε ψυχολογικά προβλήματα δεν είναι παρά οξείς ενοχλήσεις της ψυχής, σαν ενότητας, από διαχωριστικές πράξεις και διασπαστικά βιώματα μας. Ενοχλήσεις που δεν τις εισακούσαμε και δεν τις σχετίσαμε, μέσω της συνείδησης, με τον λόγο μας, ώστε να τις δώσουμε έκφραση και διέξοδο.»

Και συμβουλεύω να δώσουμε λόγο στα συναισθήματά μας, διότι μέσω αυτών η ψυχή, ως ενότητα, μας ειδοποιεί αν είμαστε σε επαφή με το Είναι μας (συναισθήματα ευφορίας) ή μακριά από Αυτό (συναισθήματα δυσφορίας), διότι:

«Αν κωφεύουμε στα συναισθήματα μας, μη υπακούοντας στις εντολές τους, από κάποιο τραυματικό ψυχαναγκασμό, ή μη εκφράζοντας τα, από κάποιο εξωτερικό εξαναγκασμό, τότε, αυτά αντιδρούν ανάλογα με την πίεση που δέχονται. Άλλοτε πλημμυρίζουν και μας πνίγουν σε μια αδιέξοδη θλίψη (κατάθλιψη) ή σε μια βασανιστική υπερδιέγερση (μανία). Άλλοτε κλιμακώνονται σε εσωτερική κραυγή, που αν δεν την εκφράσουμε εκρήγνυται διαλύοντας το λογικό μας (παράνοια ή σχιζοφρένεια).»

Ακριβώς επειδή δεν στήνουμε αυτί στα συναισθήματά μας, έρχονται οι τριγμοί για να τα ακούσουμε και αν συνεχίζουμε να κάνουμε τα κουφάλογα τότε ακολουθεί το πατατράκ.

Δεν τρελαινόμαστε από τη μία μέρα στην άλλη, ούτε βαράμε μπιέλες αν ακούμε με προσοχή πώς δουλεύει ο ζωοφόρος κινητήρας μας.

Αν κάνουμε της ανήξερους ενώ αυτός αγκομαχάει θα μείνουμε στη μέση του δρόμου. Μετά θα τον τρέχουμε στους μηχανικούς και τους γκαραζιέρηδες, (αν υπάρχει βέβαια περίπτωση θεραπείας, γιατί δεν αποκλείεται να έχει πάθει καμία ανήκεστο). Αν είμαστε τυχεροί με τους θεραπευτές μας καλώς, αν πέσουμε όμως σε κανέναν άσχετο, τότε την κάτσαμε.

Γι'αυτό, το πιό σίγουρο είναι η έγκαιρη διόρθωση της πορείας μας όπως επιτάσσει η ψυχή μας, και να μην ακούμε κανέναν άλλον, αν θέλουμε να τα έχουμε καλά μαζί της.

Monday, October 8, 2007

ταινίες και ιδέες

Υπάρχουν κάποιοι αξιολογικοί κανόνες που μπορούν να έχουν γενικότερη ισχύ, πέρα από το αρχικό πεδίο εφαρμογής τους.

Έτσι, αυτό που έγραψα για το πώς να αξιολογούμε τα άτομα σε σχέση με τις ιδέες, θα μπορούσε μια χαρά να εφαρμοσθεί και για την αξιολόγηση των ταινιών.

Όχι μόνο γιατί οι ταινίες είναι προϊόντα ατόμων, όποτε επηρεάζονται από τη σχέση αυτών με τις ιδέες, αλλά και γιατί οι ίδιες έχουν μια δική τους ξεχωριστή παρουσία και μπορούν να αξιολογηθούν ατομικά, χωρίς αναφορά στους δημιουργούς τους, που μπορεί να μας είναι άγνωστοι.


Σύμφωνα με αυτόν τον κανόνα, αυτό που κάνει μια ταινία αξιόλογη δεν είναι ο εαυτός της, είναι η σχέση της με κάποια αξιόλογη ιδέα. Είναι να θέλει να πει κάτι, πέρα από το πόσο «καλή» είναι, και αυτό το κάτι να είναι ενδιαφέρον.

Όχι να είναι καραμπαμπάμ ή ουάου ή «το κάτι άλλο» ως ταινία, αλλά να μην έχει να μας πει τίποτε .

Ούτε να διατείνεται ότι λέει κάτι, αλλά να μη βλέπεται .


Στην κραυγαλέα περίπτωση των δραχμοβόρων εμπορικών ταινιών, (που στήνονται σαν εισπρακτικές μηχανές, χωρίς κανένα κινηματογραφικό μεράκι), το ξεδιάλεγμα είναι εύκολο. Κάνουν μπαμ ότι η μόνη ιδέα που έχουν είναι πώς να γεμίσουν τα ταμεία, ώστε μετά οι exec-παραγωγοί τους να πάρουν προαγωγή σε chief και από εκεί σε CEO, με τη φιλοδοξία να παίξουν μια μέρα γκολφ με τον Prezident στο Καμπ Ντέηβιντ, που είναι και το απόγειό τους.

Σε αυτές τις κραυγαλέες περιπτώσεις απορώ γιατί μερικοί κριτικοί βρίσκουν κάποια ιδέα κρυμμένη πίσω από τις εφετζίδικες κατασκευές ή το κονσερβαρισμένο σασπένς αυτών των ταινιών, πέρα από τα φράγκα. Εκτός αν αυτοί οι κριτικοί τα παίρνουν, το οποίο είναι και το μόνο λογικό, αλλιώς έχουμε να κάνουμε με παντελώς βλάκες, το οποίο είναι πολύ πιθανό.


Εκεί που τα πράγματα μπερδεύονται είναι στις ταινίες που αποκλίνουν από τις ξεκάθαρα εισπρακτικές πατέντες και δεν σκοπεύουν μόνο να μαζεύουν τα φράγκα της αμόρφωτης πλέμπας, αλλά και τα αστεράκια της μορφωμένης.

Σε αυτές, στις οποίες πέφτει το καλλιτεχνικό μαγείρεμα, μπορεί να τρως φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Εδώ, η κριτική σκέψη πρέπει να είναι τόσο διεισδυτική που να πιάνει την κρυμμένη ιδέα τους.

Η ιδέα μιας ταινίας μπορεί να αναζητηθεί στον λόγο της δημιουργίας της.


Αν ο λόγος δημιουργίας μια ταινίας δεν είναι κάποια ιδέα, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε την αιτία της ύπαρξής της κάπου έξω από αυτήν, σε αυτόν που την έκανε, για κάποιους δικούς του λόγους, με πιθανότερους…

…να κάνει ταινία για να πει ότι έκανε (περίπτωση πρωτοεμφανιζόμενων ή σπανιοεμφανιζόμενων)

…να βγάλει λεφτά για να πάρει σπίτι, είτε κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του (περίπτωση Ελλήνων) είτε βίλα στο Μαλιμπού (περίπτωση Αμερικάνων)

…να πηγαίνει σε φεστιβάλ για να γνωρίζει κόσμο, (περίπτωση φεστιβαλο-κυνηγών)

…να παίρνει βραβεία για να βγαίνει φωτογραφίες, να τον αναγνωρίζουν από τις φωτογραφίες για να μη χρειάζεται να συστήνεται ή ακόμη καλύτερα να έρχονται να του συστηθούν ή ακόμη πιο καλύτερα να βάζουν μέσο για να του συστηθούν, οπότε είναι άρχοντας, (περίπτωση αρχοντάνθρωπων).


Αν, από την άλλη πλευρά, ο λόγος δημιουργίας μιας ταινίας ήταν μεν μια ιδέα, αλλά η ταινία δεν μπόρεσε να σταθεί στο ύψος της και της γάμησε τα πρέκια στην πορεία, τότε, αλλού τα κακαρίσματα αλλού γεννούν οι κότες.

Επειδή έτυχε να μπλέξω με τα πίτουρα, ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολο να δώσεις σε μια ιδέα υπόσταση, αλλά αν δεν της την δώσεις είναι ανυπόστατη, όπως, ανάλογα ανυπόστατη είναι και μια υπόσταση χωρίς ιδέα.

Friday, October 5, 2007

άτομα και ιδέες

Οι ιδέες έχουν μεγάλη ανυψωτική δύναμη για όσους τις πιστεύουν και επιβιβάζονται στο αφαιρετικό όχημά τους για να ταξιδέψουν, αλλά, για να έχουν ένα ασφαλές ταξίδι, θα πρέπει να προσέχουν πολύ καλά ποιοι είναι το πλήρωμα.

Το πλήρωμα κάθε ιδέας, (που μπορεί να είναι και ομαδικό, όταν η ιδέα πλοηγείται από όλους και όχι μόνο από κάποιους στο πιλοτήριο), αποτελείται από άτομα πολύ συγκεκριμένα, με σάρκα και οστά. Μπορεί η ιδέα να είναι μεγάλη, αλλά αυτά πολύ μικρά, και να μη μπορούν να αρθούν στο ύψος της, οπότε υπάρχει σοβαρός κίνδυνος γκρεμοτσακίσματος.

Η μικρότητα του πληρώματος μπορεί να διακυμαίνεται από μικροπρέπεια μέχρι ανικανότητα - ενδιάμεσα, αυτές οι δύο μπορεί να υπάρχουν σε διάφορους συνδυασμούς, άλλοτε με την μεγαλοπρέπεια και την ικανότητα (ικανά αλλά μικροπρεπή άτομα ή μεγαλοπρεπή αλλά ανίκανα), και άλλοτε μεταξύ τους (μικροπρεπή και ανίκανα άτομα, πακέτο).

Όποιος λοιπόν επιβιβάζετε στο όχημα μιας ιδέας πρέπει, μπαίνοντας μέσα, να κοιτάζει προσεχτικά ποιοι βρίσκονται εκεί. Ποιοι οι οδηγοί και οι συνοδηγοί, οι συνοδοί και οι συνταξιδιώτες του. Έναν έναν στα μάτια. Αλλά προσοχή. Πρέπει να κοιτά τα άτομα, όχι τις ιδέες που επικαλούνται. Αν αυτό που βλέπει στα πρόσωπά τους του εμπνέει εμπιστοσύνη τότε καλώς. Αν φάει τα μούτρα του θα τα έχει φάει γιατί είναι βλάκας, όχι απρόσεκτος.

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι τα άτομα προηγούνται των ιδεών, διότι ένα άτομο που δεν έχει καμία ιδέα είναι παντελώς αδιάφορο. Δεν μας λέει τίποτε και δεν μας πάει πουθενά, επειδή στερείται της αφαιρετικότητας των ιδεών και της δυνατότητάς τους να μας πάνε κάπου πέρα από το συγκεκριμένο που ζούμε, την καθημερινότητα.

Ένα άτομο που δεν έχει καμία ιδέα, το πολύ που μπορεί να κάνει είναι να κάνει ιδέα τον εαυτό του και να θέλει μετά να ακολουθήσουμε το ανύπαρκτο μεγαλείο αυτής της ιδέας.

Θα πρέπει να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά για τα άτομα που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και κάνουν θέαμα τα έργα και τις ημέρες τους. Πολλά από αυτά είναι "μεγάλοι σκηνοθέτες" του εγωκεντρικού τους θεάματος, και πρέπει να εξετάζουμε διεισδυτικά αν πίσω από το ταρατατζούμ έχουν κάτι να μας πουν πέρα από το πόσο μεγάλοι είναι.

Σε αυτήν την περίπτωση, το ζητούμενο είναι η ιδέα και όχι το άτομο.

Επειδή, όμως, πολλές φορές, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι σε ποια περίπτωση έχουμε πέσει, θα πρέπει, για ένα ασφαλές ταξίδι, να προσέχουμε και τις ιδέες και τα άτομα.

Χρειαζόμαστε ιδέες για να μας ταξιδέψουν, αλλιώς θα βαλτώσουμε στην καθημερινότητα. Αλλά, θα φάμε τα μούτρα μας αν δεν προσέξουμε το μέσον με το οποίο θα ταξιδέψουμε, που δεν είναι άλλο από τα άτομα -τους φορείς των ιδεών. Που δεν είναι άλλο από εμάς τους ίδιους.

Wednesday, October 3, 2007

τα "απαυτά" μας και η πολιτική

Επειδή η πρόσφατη πολιτικολογία μου θέτει τα ατομικά κίνητρα σαν βάση όποιας πολιτικής θέλει να είναι σωστή, πρέπει να διευκρινήσω ποιο είναι το δικό μου αρχικό κίνητρο.

Το αρχικό μου κίνητρο είναι οι γυναίκες.

Δεν ξέρω για τους άλλους τι είναι αυτό που τους κοινωνικοποίησε (και κατά συνέπεια τους πολιτικοποίησε, αναγκαστικά και μη), εμένα πάντως ήταν «αυτό» που οι γυναίκες έχουν ανάμεσα στα πόδια τους.

Δεν είναι μόνο ότι «αυτό» με έβγαλε στον κόσμο (άρα, με κοινωνικοποίησε αναγκαστικά και μη), είναι ότι από μια ηλικία και μετά (από τα 7) ήθελα να ξαναμπώ σε «αυτό» που με έβγαλε στον κόσμο, για να με ξαναβάλει τώρα σε αυτόν και να είμαι μέσα στα πράγματα.

Επειδή δεν μου πήγαινε να χωθώ με το κεφάλι, όπως βγήκα, αλλά να χώσω το «αντ-αυτού» μου σε «αυτό», οι ισορροπίες μεγεθών με κατηύθηναν σε «αυτο»-φέρουσες παιδίσκες της ηλικίας μου πάνω κάτω (με κάτω τα 5 και πάνω τα 10).

Με αυτήν την πάνω-κάτω διακύμανση πορεύτηκα αθώα με τις γειτονοπούλες μου μέχρι τα 13 οπότε άρχισαν να ζώνουν οι καύλες τα «αυτά» μας και είμασταν έτοιμοι όσοι διατελούσαμε κατακαυλωμένοι να «απαυτωθούμε» κανονικά.

Εκεί πάνω, λοιπόν, στην πρωτόγνωρη καύλα συνέβη μια απορρύθμιση τής φυσιολογικά αναμενόμενης κανονικότητάς μας και μας τέθηκαν εξωτερικοί κανόνες παντελώς ακατανόητοι για το αθώο μου μυαλό. (Δεν αφορούσαν το πώς να «απαυτωθούμε» χωρίς γκαστριές και τέτοια – αυτό θα το καταλάβαινα.)

Ποιος ήταν αυτός που έθετε αυτούς τους κανόνες, εν ονόματι ποιού και γιατί; Έτσι, μοιραία, άρχισα να σκέφτομαι περί κοινωνίας και σκέψη με τη σκέψη έφτασα στην πολιτική. Φαίνεται ασύνδετο για όσους λένε "στα απαυτά μας η πολιτική", αλλά εμένα προσωπικά αυτό που με συνέδεσε μαζί της είναι αυτά ακριβώς τα «απαυτά» μας.