Sunday, December 31, 2006

ο χρόνος χωρίς ιδιότητες

Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος! - Αν και ο χρόνος από μόνος του δεν είναι ούτε ευτυχισμένος (ή δυστυχισμένος), ούτε καινούργιος (ή παλιός). Ο χρόνος είναι χρόνος. Το ίδιο, και ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, αλλά μπορεί επίσης να είναι μια χαρά δυστυχισμένος ή ευτυχισμένος, όπως μπορεί να είναι καινούργιος (καλώς τονε!) ή παλιός (ακόμη εδώ είσαι;) . Αν θέλαμε να κυριολεκτήσουμε πρωτοχρονιάτικα τότε θα έπρεπε να λέμε «ευτυχισμένος (να είσαι) και καινούργιος στον χρόνο» ή «ευτυχισμένος σαν καινούργιος στον χρόνο» ή «κάτι καινούργιο να σου συμβεί στον χρόνο που θα σε κάνει ευτυχισμένο» ή «καινούργιο-ευτυχισμένος στον χρόνο» γιατί οι παλιές ευτυχίες παρέρχονται, όπως άλλωστε και οι δυστυχίες, για αυτό μην απελπίζεσαι και μη σκας από χαρά, όλα είναι ζήτημα χρόνου.

ο τουρίστας είναι πάντα τουρίστας

Βρισκόμουν στον σταθμό του Πότσνταμ όταν έπεσα σε μια παρέα Ελλήνων που είχαν έρθει μια βδομάδα Βερολίνο για διακοπές Χριστουγέννων. Ήταν η τελευταία μέρα τους και έδειχναν ξεθεωμένοι. Είχαν ακολουθήσει ένα σκληρό πρόγραμμα επισκέψεων σε μουσεία και αξιοθέατα, το οποίο έτρεχαν εναγωνίως να καλύψουν, λες και κάποιος αόρατος τουριστικο-επόπτης θα τους τιμωρούσε αν αμελούσαν κάποιο must to see. Παρόλο που έσερναν τα πόδια τους η χάρη τους έφτασε μέχρι το Πότσνταμ (που είναι ξεχωριστή πόλη από το Βερολίνο) για να δουν το ιστορικό κέντρο και να χτυπήσουν κάρτα στο παλάτι του Σαν Σουσί (μη τους μαλώσει ο επόπτης) -που μόνο για να περπατήσεις τους κήπους του θέλεις μια μέρα - και να γυρίσουν πίσω στο Βερολίνο έγκαιρα γιατί είχαν αφήσει κάποιες γκαλερύ ακοίταχτες. Τώρα αν θα έβλεπαν τις γκαλερύ απ’ έξω ή τα εκθέματα μέσα θα σας γελάσω. Αλλά για να προλάβουν να δουν όλα αυτά που μου είπαν ότι είδαν μέσα σε μόνο μια βδομάδα, μάλλον θα πήγαιναν μέχρι εκεί, θα βλέπανε την πρόσοψη, θα λέγανε το είδαμε κι αυτό και έτσι θα το είχαν δει, αλλιώς δεν εξηγείται.

Την επιφανειακή σχέση με το χώρο τη βλέπω παντού - σε όλα τα μέρη της γης και από όλες τις εθνικότητες - στα απλανή βλέμματα των τουριστών που τριγυρνάνε σαν σκιές στις ίδιες πάντα κλισαρισμένες περιοχές, στα ίδια πάντα τσιτάτα κτίρια, με τα ίδια πάντα παπαγαλίστικα τουριστικά σχόλια να τα πασπαλίζουν σαν ζαχαρόσκονη.

Έλληνας ή Αλβανός ο τουρίστας είναι πάντα τουρίστας, που πα να πει πέρασα και δεν είδα τίποτε. Αν ταξιδεύετε μην ταξιδεύετε ποτέ σαν τουρίστες γιατί έτσι δεν πάτε πουθενά. Καλύτερα καθίστε σπίτι σας, να γλυτώσετε και τα έξοδα.

Saturday, December 30, 2006

επειδή δεν ξέρουμε

Κυκλοφορώ πάντα με ένα μπλοκάκι. Εκεί σημειώνω ιδέες που μού ’ρχονται καθ’ οδόν. Δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να διαβάσει τα γράμματα μου ή να βγάλει νόημα από τη γλώσσα που χρησιμοποιώ, αφού συχνά αναφέρω όρους οικείους σε μένα από προηγούμενους συλλογισμούς μου, αλλά ανοίκειους στους άλλους. Θα έπρεπε να κάτσω να εξηγήσω τι σημαίνει κάθε ένας από αυτούς τους όρους για να βγει νόημα, φαντάζομαι. Από περιέργεια, αντιγράφω μια σημείωση από το μπλοκάκι μου, που θεωρώ σημαντική διότι συμπυκνώνει ένα μέρος των "υποθέσεων" μου:

Επειδή δεν ξέρουμε (και δεν μπορούμε να ξέρουμε) για ποιόν λόγο υπάρχουμε και ποιος ο σκοπός μας στη ζωή - στον οποίον να τείνουμε συγκεντρώνοντας προς αυτόν τις ενέργειες μας- ο μόνος τρόπος να προχωρήσουμε σωστά (σε επαφή του γίγνεσθαί μας με το είναι μας) είναι να κινηθούμε ελεύθερα ως προς το απώτατο των επιθυμιών μας. Γι’ αυτό, ό,τι μας εμποδίζει, είτε εκφοβίζοντας μας, είτε επικαλούμενο έναν ανώτερο σκοπό στον οποίο εμείς δεν αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας (παρουσιάζοντας μας ότι γνωρίζει «αντικειμενικά» ποιος είναι ο σκοπός μας), μάς κάνει κακό, με την έννοια ότι μας αποπροσανατολίζει σε λάθος μονοπάτια, όπου χάνουμε χρόνο και ματαιωνόμαστε.

Ο σωστός δρόμος διανοίγεται με τη γενναία προσφυγή μας στο απώτατο των επιθυμιών μας, πέρα από ό,τι μας εμποδίζει. Βέβαια, πρέπει να λάβουμε υπόψη αν το εμπόδιο που παρεμβαίνει στην πραγματοποίηση των επιθυμιών μας είναι αντικειμενικό και αφορά περιορισμούς φυσικών πόρων ή αντιστάσεις της ύλης. Εκεί πρέπει να πειθαρχήσουμε και να συνεργαστούμε μεταξύ μας για να το ξεπεράσουμε δεσμεύοντας το εγώ μας σε ένα εμείς που θα έχει τη δύναμη να εξορύξει την ύλη και να μας πάει ακόμη πιο πέρα αποδεσμεύοντας ενέργεια και πλούτο που θα μας δώσει την ελευθερία να κινηθούμε περαιτέρω. Δεν πρέπει, όμως, να σεβαστούμε περιορισμούς άνευ λόγου ή να υιοθετήσουμε εκφοβισμούς από ανθρώπους, οι οποίοι δεν εξυπηρετούν τίποτε παρά υπηρετούν τα συμφέροντα λίγων από την καθυστέρηση των (φοβισμένων) πολλών. Αυτά πρέπει να αναιρεθούν κι όσοι τα μετέρχονται συστηματικά να απομακρυνθούν.

Έτσι έχουμε μια διπλή κίνηση - (α) μια κίνηση θέσης: με την ελεύθερη προσφυγή μας στο απώτατο των επιθυμιών μας και τη συνεργασία μας στη διεύρυνση αυτής της ελευθερίας, (β) μια κίνηση άρσης: με την απομάκρυνση όποιου εμποδίζει την κίνηση θέσης.

Το αν θα τα καταφέρουμε στη σύγκλιση του γίγνεσθαι με το είναι μας, εξαρτάται από τον καθένα προσωπικά, από το αν θα δράσει γενναία διακινδυνεύοντας τά σίγουρα για να πετύχει το μέγιστο που επιθυμεί ή αν θα δειλιάσει και θα συσταλεί για να διασφαλίσει το ελάχιστο όριο επιβίωσης που του αναγνωρίζεται.

Αυτό που προτείνω είναι η καλλιέργεια ενός περιβάλλοντος κινητοποιητικού και μιας ατμόσφαιρας ενθαρρυντικής για όλους ώστε να δράσει ο καθένας μεγιστο-ποιητικά. Σε αυτό, πρωταρχικό ρόλο καλείται να παίξει η ανάλογη γενική θεωρία η οποία, βασιζόμενη στην παραδοχή της άγνοιας του έσχατου σκοπού, θα παρακινεί στην ελεύθερη διερεύνησή του με βασικό άξονα την ειλικρίνεια απέναντι στις επιθυμίες και κινητήριο μοχλό τη γενναιότητα του καθένα, η οποία τον ωθεί να ξεπεράσει τους μη αναγκαίους περιορισμούς της υφιστάμενης πραγματικότητας.

Saturday, December 23, 2006

επιστήμονες, πάρτε θέση

διάβασα μια ακόμη "επιστημονική" ανακοίνωση που με μπέρδεψε: αν το γυρίσουμε όλοι στα βιολογικά, λέει, η καταστροφή του πλανήτη θα είναι μεγαλύτερη (από αυτήν που φέρνουν τα φυτοφάρμακα), λόγω των εκτάσεων που θα χρειαστεί να καλλιεργηθούν, δεδομένου ότι η βιολογική καλλιέργεια δεν είναι εντατική, αλλά εκτατική και θα χρειαστεί να εκχερσωθούν δάση για καινούργιες εκτάσεις, όπως λένε.
- εγώ, λοιπόν, μπερδεύτηκα και ζητάω από τους επιστήμονες να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους - αλλά, αν υποθέσουμε ότι η επιστημονικότητα πρέπει να είναι βάση σε πολιτικές περιβάλλοντος τότε για να επιχειρηματολογούμε "επιστημονικά" θα έπρεπε να έχουμε πρόσβαση στα πραγματικά επιστημονικά δεδομένα και όχι σε αυτά που ανακοινώνονται επισήμως, κρύβοντας άλλα ή μαγειρεύοντάς τα.

ρίξτε μια ματιά σε αυτά τα δημοσιεύματα στην "Ελευθεροτυπία" και στην "Καθημερινή" για να δείτε τι «επιστημονικό» μαγείρεμα μπορεί να πέσει.

Wednesday, December 20, 2006

είναι κάποιες στιγμές...

όλα είναι εντάξει, κι εσύ περπατάς ανάμεσα τους, γλυκό αεράκι, ανάλαφροι φωτισμοί, όμορφες γωνιές, κυματιστές φιγούρες συνοδεύουν το βήμα σου,
όλα είναι εντάξει έτσι όπως είναι, δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτε παραπάνω

Υπάρχουν κάποιες στιγμές, εκεί που περπατάς ανήξερος, που έρχονται και παίρνουν το βάρος σου. Χωρίς να το καταλάβεις, σε περικλείουν ανεπαίσθητα και σε σηκώνουν ανάλαφρα. Κοιτάς γύρω σου και νιώθεις ενωμένος με τον κόσμο, αναπόσπαστο μέρος του. Ό,τι συμβαίνει είναι δικό σου και εσύ δικός του. Συνδεδεμένος με το χώρο, συμφιλιωμένος με το παρόν, δεν χρειάζεται άλλο να προσπαθείς. Όλα είναι εκεί, και είναι καλά.

Αυτές οι στιγμές είναι τόσο πολύτιμες (και σπάνιες) που η ζωή δεν θα άξιζε χωρίς αυτές. Δεν θα είχε λόγο να προσπαθούμε να ζούμε αν δεν απολαμβάναμε κάποτε κάτι από αυτή τη ζωή δωρεάν και όχι σαν αμοιβή των προσπαθειών μας . Όσα κακά κι αν συμβαίνουν γύρω μας, τα οποία προσπαθούμε να αλλάξουμε και καλά κάνουμε, δεν είναι αρκετά αυτές τις στιγμές να μειώσουν την απόλαυση του κόσμου που ζούμε (και δεν θα ξαναζήσουμε).

Αυτή η στιγμιαία απαλλαγή από την προσπάθεια, το ξαλάφρωμα από το άχθος της εργασίας (που έγινε άγχος) έρχεται απροειδοποίητα. Δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας δικής σου ενέργειας. Δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι για αυτό, να κάνεις γιόγκα, να πάρεις ναρκωτικά, να πας στην εκκλησία, να δεις μια ταινία, να κερδίσεις το λόττο ή να σου κάτσει ένα καλό γαμήσι. Όλα αυτά βοηθάνε στο ξαλάφρωμα, μπορεί, αλλά δεν είναι το ίδιο.

Η μεγάλη αξία αυτών των στιγμών είναι ότι δε έχουν να κάνουν με εσένα ή με κάτι που κάνεις. Δεν είναι προνόμιο κάποιων, ούτε χρειάζεται να έχεις λεφτά ή γκόμενα για να τις ζήσεις. Υπάρχουν για όλους, διαχέονται στον χώρο, εισχωρούν στην καθημερινότητά σου και της δίνουν αέρα για να πάρεις μια ανάσα στο λαχάνιασμα της βιοπάλης. Αντιπροσωπεύουν μάλλον μια παύση, παρά μια κορώνα δημιουργίας. Δεν μοιάζουν με κάποιες άλλες στιγμές «μαγικές», που η θεαματικότητά τους δεν σου αφήνει περιθώρια να τις αγνοήσεις, αφού ακόμη και να μη τις νιώθεις θα πρέπει να αναφωνήσεις στο μεγαλείο τους. Αυτές μπορείς να τις αγνοήσεις, όμως σίγουρα θα τις νιώσεις, αν όχι με το μυαλό σου, με τα κύτταρα σου.

Είναι τόσο διακριτικές και λεπταίσθητες, σαν πυγολαμπίδες, που το μόνο που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος είναι να τις χαλάσει αν πάει να να κάνει κάτι με αυτές, διότι δεν χρειάζεται να κάνει τίποτε, επιτέλους. Η κατασκευαστική μανία του ανθρώπου μπορεί να της διώξει, όπως έδιωξε και τις πυγολαμπίδες. Το πολύ που μπορεί είναι να τις υπομιμνήσκει στα καλλιτεχνικά του έργα, συνθέτοντάς τα με συναίσθηση της σιωπή τους.

Τα έργα του ανθρώπου αξίζουν εφόσον σέβονται το χώρο και τον χρόνο, που εμπεριέχει αυτές τις στιγμές σαν παύση ή κενό, και δεν παρεμβαίνουν βίαια στο περιβάλλον, με μια αδηφάγα αγωνία επιβίωσης που τις διώχνει. Θα εισηγούμουν, λοιπόν, μια οικολογία των στιγμών στο περιβαλλοντολογικό κίνημα, για να του δώσουμε και μια ποιητική διάσταση.

Η τσιμεντοποίηση της Αθήνας, εντωμεταξύ, έκανε τη ζωή τόσο ασφυκτική στερώντας από τους ανθρώπους αυτές τις στιγμές, που τους βλέπεις όλους στον δρόμο σαν κυνηγημένους. Τελευταία φορά που ένιωσα ωραία στους αθηναϊκούς δρόμους ήταν μια άνοιξη πριν δέκα χρόνια, στον πεζόδρομο με τις νεραντζιές, ανάμεσα στο Πολυτεχνείο και στο Μουσείο. Έκτοτε, με τη ψυχή στο στόμα. Δεν αντέχεται μια πόλη που είσαι συνέχεια στην πρίζα.

Εδώ νιώθω πιο συχνά να με σταματάνε κάποιες στιγμές από την τρεχάλα, για να κοιτάξω γύρω μου. Το είχα νιώσει και σε ένα παλιό μου ταξίδι εδώ, σε μια επίσκεψη μου στο τότε ανατολικό Βερολίνο. Εκεί που περπατούσα με τη λαιμαργία τουρίστα, που τρέχει να καταβροχθίσει ενσταντανέ, κάτι με σταμάτησε σε μια στροφή ενός «ασήμαντου» δρόμου και έμεινα να κοιτάζω χωρίς ιδιαίτερο σκοπό, απλά νιώθοντας το πέρασμα του χρόνου να μου χαϊδεύει τον ώμο. Μου εντυπώθηκε τόσο που το θυμόμουν για χρόνια. Ίσως αυτό να με ξανάφερε εδώ μόνιμα. Για να καταλάβετε πού μπορεί να κρίνεται το παιχνίδι μερικές φορές, όχι στην κλαγγή των όπλων και στις ιαχές, αλλά στις μικρές, σιωπηλές, αόρατες στιγμές.

Monday, December 18, 2006

μη σου βγει τ' όνομα

Υπάρχουν κάποια υπόγεια ρεύματα που η επιρροή τους στη διαμόρφωση του κοινωνικού φαίνεσθαι δεν έχει εκτιμηθεί αρκετά. Ένα από αυτά είναι το τι λένε οι άλλοι για σένα. Δεν ξέρω πώς κάποιος χαρακτηρισμός διαδίδεται και από ποιόν ξεκινάει (την ίδια απορία έχω και με τα ανέκδοτα), αλλά άπαξ και σου κολλήσει μια ταμπέλα μπορεί να την κουβαλάς σαν στάμπα στο πετσί σου, λες και είσαι γελάδα που την έχουν μαρκάρει με πυρωμένο σίδερο οι γελαδάρηδες.

Το σταμπάρισμα μεταξύ μας μπορεί να έχει να κάνει με την αγέλη, για να ξέρουμε ποιοι είμαστε και να ξεχωρίζουμε τους αμνούς από τα ερίφια, αλλά με ένα καλύτερο ψάξιμο θα βλέπαμε ότι αυτές οι στάμπες δεν ανταποκρίνονται πάντα στην πραγματικότητα. Εγώ για παράδειγμα είχα βγάλει τη φήμη του καλού μαθητή και στο τέλος του λυκείου έπαιρνα τα εικοσάρια βροχή, ενώ τα είχα φορτώσει στον κόκορα, για λόγους γκομενιάσματος. Μετά, έβγαλα τη φήμη του γκομενιάρη και δεν μπορούσα να σταυρώσω γκόμενα, ενώ ήθελα σοβαρή σχέση, κ. ο. κ.

Μπορεί κάποιοι χαρακτηρισμοί να έχουν κάποια (αρχική) βάση, δε λέω, αλλά ο άνθρωπος είναι είδος υπό εξέλιξη (κανονικά) και πρέπει να δίνουμε στον εαυτό μας (και στον άλλον) το δικαίωμα να αλλάζει. Είναι άλλο να λες για ένα σκυλί ότι είναι κυνηγόσκυλο, ας πούμε, και θα είναι για πάντα, οπότε, αν το πάρεις για φύλακα θα κάνει μούγκα στους κλέφτες, που όμως μπορεί να μην είναι κλέφτες αλλά οι Αλβανοί που ήρθαν για τα χαλιά, αλλά εμείς είμαστε έτοιμοι να τους πυροβολήσουμε και να μας φάει τα χαλιά ο σκόρος.

Για να μην πυροβολιόμαστε λοιπόν τζάμπα και πέφτουμε θύματα εύκολων χαρακτηρισμών είναι καλό να κοιτάμε τον άλλον στα μάτια, χωρίς προκατάληψη, για να πιάνουμε τι τύπος είναι (ή ποιος έγινε εντωμεταξύ) κι όχι τι λένε οι άλλοι για αυτόν. Εκτός αν είναι αδιόρθωτος (όπως στο ανέκδοτο με τον σκορπιό που δαγκώνει τον βάτραχο που τον μεταφέρει στο ποτάμι), αλλά αυτό πάλι εμείς θα το κρίνουμε.

Saturday, December 16, 2006

γεύση από...

Έγραψα χθες για την προχθεσινή συναυλία του Αλκίνοου εδώ (Βερολίνο) όχι γιατί είμαι κανείς (πληρωμένος) ανταποκριτής κάποιας ελληνικής εφημερίδας, επιφορτισμένος να ανταποκρίνομαι στην περιέργεια των Ελλήνων για το τι συμβαίνει στις άλλες πρωτεύουσες του κόσμου και καλά, αλλά επειδή κάτι έκτακτο συνέβη που συνεπήρε και εμένα κι όλους που το παρακολούθησαν, και μας επανεμβάπτισε στην ουσία της τέχνης. Δεν σκοπεύω να γράφω περί βερολινέζικων συμβάντων σταθερά, για να δικαιώσω γεωγραφικά το τίτλο του μπλογκ, εκτός αν αυτά νοηματοδοτούν κάτι βαθύτερο μέσα μου, που ως βαθύτερο μπορεί να ενδιαφέρει και τους άλλους, αφού κατά βάθος όλοι καλοί είμαστε και τα ίδια σκατά. Για το τι περιστασιακό συμβαίνει εδώ μπορεί ο καθένας να το μαθαίνει από ενημερωτικά έντυπα. Αν πάλι θέλει και κάποια ανταπόκριση να του επιβεβαιώνει αυτό που ήδη γνωρίζει, μπορεί να διαβάζει τους διάφορους ανταποκριτές του ελληνικού τύπου, οι περισσότεροι των οποίων επαναλαμβάνουν απλά αυτό που ήδη ξέρουν όλοι όσοι διαβάζουν εφημερίδες, αφού τα περισσότερα που μας γράφουν είναι γνωστά από την προηγούμενη ειδησεογραφία.

Φαντάζομαι ότι αν διαβάσει κανείς περιηγητικά μπλόγκια από διαμένοντες ερασιτεχνικά στο εξωτερικό (εφόσον γράφουν μπλογκ) και όχι επαγγελματικά (για να δουλεύουν εκεί ως ανταποκριτές), θα έχει μια γεύση από το τι συμβαίνει εκεί και δεν καταγράφεται στα ασσοσιέϊντια πρέσσια. Οι «γεύσεις από»… Βερολίνο, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Παρίσι, Βρυξέλες, για παράδειγμα, που μας προσφέρει η μεγαλοπρωτευουσιάνικη στήλη της Ελευθεροτυπίας είναι λίγο μπαγιάτικες για τους εφημεριδοφάγους (εκτός από αυτήν της Μόσχας, που ναι μας σερβίρει κάτι που δεν ξέρουμε από τον «δυτικό τύπο» , αλλά μυρίζει αντιδυτική ξινίλα και μας κάνει καχύποπτους για το μαγείρεμα).

Η βασική διαφορά ανάμεσα στους επαγγελματίες ανταποκριτές και στους ερασιτέχνες μπλογκαδόρους (όπως εγώ) είναι το γνωστό ότι οι μεν πληρώνονται και οι άλλοι το κάνουν για τη ψυχή της μάνας τους (γεια σου μαμά). Αυτή η διαφορά διατρέχει όλο το φάσμα των media όπως αναμορφώνεται ριζικά με την ιντερνετικο-ψηφιοποίηση του (δες post 13/12) που βάζει στο παιχνίδι γενναιόδωρους και τζαμπατζήδες εκεί που το μονοπωλούσαν πληρωμένοι και αγοραστές. Δεν ξέρω τι θα προκύψει από αυτόν τον αχταρμά, αλλά σίγουρα η μορφή πολλών μέσων θα αλλάξει και αλλάζει. Οι εφημερίδες των συνδρομητών (των κατ’ οικίαν ή κατά περίπτερο) μας έχουν τελειώσει και τα παράπονα στο 0-1 που ρυθμίζει την κυκλοφορία των ψηφιο-πληροφοριών.

Η εφημερίδες όμως είναι κάτι πολύ σημαντικό για να εκλείψουν χωρίς επιπτώσεις. Οριοθετούν την πληροφορία και την καταδεικνύουν σαν λάμπα που άμα σβήσει θα σκουντουφλάμε ο ένας στον άλλο για να μάθουμε τι γίνεται δίπλα μας. Εγώ ακόμη και την ύπαρξη των μπλογκ την έμαθα από πληρωμένους γραφιάδες και μπλογκολόγους ( όπως Τσαγκαρουσιάνο και Μητσό – να’ ναι καλά οι άνθρωποι που μ’ άνοιξαν τα μάτια). Δεν τα βάζω λοιπόν με το πληρωμένο σχόλιο, ούτε το προκρίνω έναντι του τζάμπα, γιατί αυτό βγάζει και «τζάμπα μάγκες». Μάλλον θα πρότεινα κατ’ αρχή να κάνει ο καθένας σωστά τη δουλειά του (επ’ αμοιβή ή όχι), και μετά να διασταυρωθούν οι μεν με τους δε σε μια γόνιμη μίξη που θα βγάλει μια μορφή που δεν μπορούμε ακριβώς να προβλέψουμε.

Πάντως, αυτό που γίνεται σαν διάδοχη μορφή των συνδρομητικών μέσων, με τις ηλεκτρονικές τους μορφές να προσπαθούν να προσελκύσουν διαφήμιση για να επιβιώσουν, αφού η διάθεση τους στο κοινό είναι αναγκαστικά δωρεάν, προδικάζει μια τηλεοπτικοποίηση στη χειρότερη της μορφή (βλ. ελληνικά ιδιωτικά κανάλια) που στηρίζονται στα νούμερα θεατών που θα προσελκύσουν με ό,τι πιο χυδαίο για να τα μεταπουλήσουν στους διαφημιστές εκχυδαΐζοντας την έννοια της κουλτούρας (και της τέχνης – πούσαι Αλκίνοε) αντιμετωπίζοντας την σαν μια οικονομίστικη παράμετρο που συζητιέται ανάμεσα σε κάτι παντελώς άψυχους ματσωμένους τύπους (π.χ. υιούς εφοπλιστών) και τιποτένιους δημοσιοσχεσίτες ξερόλες (π.χ. Πέτρο Κωστόπουλο) σε επαγγελματικά δείπνα να ξεράσω.

Δεν αντιλαμβάνομαι την αποενοχοποιημένη άνεση με την οποία αντιμετωπίζουν τη διαφήμιση οι διάφοροι του «χώρου» (Τσαγκαρουσιάνος ξανά, όπως), ανάγοντας την κάποιοι μάλιστα και σε μορφή τέχνης, αγνοώντας το προφανές ότι ένα έργο τέχνης αναφέρεται σε μια άυλη αναγωγή του ατόμου και όχι στην τεχνητή υπαγωγή του σε αγοραστή καρτοκινητών. Δεν θα παρασυρθώ σε αντι-διαφημιστικό μανιφέστο, αλλά θα επισημάνω κάτι που άπτεται αριθμών, τόσο απτό δηλαδή για να το καταλάβει ο καθένας (ένοχος διαφήμισης ή όχι). Είναι άλλο να είσαι υπόλογος σε 100.000 άτομα που σε αγοράζουν και άλλο σε 10 νοματαίους της (διαφημιστικής) αγοράς που σε αγοράζουν και σε πουλάνε. Τα 100.000 άτομα δεν μπορούν να κάνουν τραστ και να σε πετάξουν στα αζήτητα αν δεν τους κάνεις τα χατίρια, όταν έρθει η στιγμή να στα ζητήσουν, γιατί θα έρθει αργά ή γρήγορα. Αυτή η εξέλιξη είναι επικίνδυνη όπως (πολύ πιο) επικίνδυνη είναι και η υπαγωγή της πολιτικής στη (διαφημιστική) αγορά. Εκτρέφει μια ολιγαρχία που αν νομίζετε ότι θα σας κάνει το τραπέζι γελαστήκατε. Είναι από τη φύση της τόσο αδηφάγα, σαν βουλιμικός παχύσαρκος που δεν μπορεί να σταματήσει όσο κι αν το θέλει, και θα σταματήσει μόνο όταν σκάσει κάνοντας σκατά όλον τον κόσμο.

Αν το φρούτο που θα προκύψει από το ιντερνετικό τζάμπα θα είναι ένα διαφημιστικό ολιγοπώλιο που θα εκθρέψει μια βουλιμική ολιγαρχία, αυτό θα σημαίνει ότι η συνάντηση του πληρωμένου μπλογκολόγου και του απλήρωτου μπλογκογράφου δεν έγινε με καλή διάθεση και φαντασία που θα μπορούσε να παράγει μια νέα μορφή, πέρα από την πεπατημένη της τηλεοπτικοποίησης. Μια (ευφάνταστη) λύση θα μπορούσε να ήταν μια χορηγική μορφή χρηματοδότησης των μέσων που θα ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες μας, με το να τα συνδράμουμε όλοι, όσο μπορεί ο καθένας. Μια άλλη (ρομαντική) θα ήταν η δημιουργία ενός α λα «τράπεζα των φτωχών» χρηματοπιστωτικού ιδρύματος των εναλλακτικών πορτ’φόλιων, που θα χρηματοδοτούσε «επαναστατικές» πρωτοβουλίες, και μια τρίτη και φαρμακερή (αλλά αδύνατη) θα ήταν η διακυβέρνηση του κράτους από εμάς και μια καινούργια ΕΡΤ.net ανοιχτή στην κάθε «γεύση από»… , αν είχε να πει κάτι ουσιαστικό.

Friday, December 15, 2006

Αλκίνοος μυσταγωγία

Χθες βράδυ έδωσε συναυλία στο Kulturbraurei ο Αλκίνοος και η παρέα του, μια ευγενική χορηγία της κυπριακής πρεσβείας κλπ, άρα τζάμπα. Το έμαθα κατά τύχη (τόσο καλό γραφείο τύπου η πρεσβεία), ειδοποίησα την παρέα, για να μαζευτούμε να γεμίσουμε το μαγαζί, μην τραγουδάει ο άνθρωπος σε "κενά καθίσματα" και στις 8 ακριβώς (γερμανοί) είμασταν εκεί. Ναι είχαν όντως καθίσματα(!) - σε μια αίθουσα που συνήθως "τα δίνουν" ροκ συγκροτήματα και ο κόσμος μπροστά χοροπηδάει - τα οποία ήταν γεμάτα (!) με κόσμο όλων των κατηγοριών και κάποιους ηλικιωμένους (σωστά τα καθίσματα λοιπόν) που περίμεναν φρόνιμοι να αρχίσει το λα-λα. Άρχισε στις 8.15 (τζαστ κι αυτοί) με κάτι παραδοσιακά κυπριακά που έδωσαν τη θέση τους σε κάτι Αλκινοο-ιωαννιδικά και τούμπαλιν, σε ένα μιξ πετυχημένο, αλλά με έναν ήχο μπουκωμένο και πολύ θόρυβο από τη γαλαρία, όπου διάφοροι τα έλεγαν με τους γνωστούς από το χωριό που συνάντησαν κατά τύχη ή επίτηδες. Οι μουσικοί προσπαθούσαν να ισορροπήσουν την κατάσταση και το πράγμα πήγαινε για ισοπαλία, οπότε όπως ήρθαμε θα φεύγαμε, χωρίς απώλειες, αλλά και χωρίς να κερδίσουμε κάτι. Κάπου εκεί σκέφτηκα ότι τί καλά θα ήταν όλο αυτό να λειτουργούσε μυσταγωγικά (με έναν άλλο ήχο, σε έναν άλλο χώρο), να μας συνέπαιρνε η μουσική, που όντως είχε τέτοια δυνατότητα και οι μουσικοί ήταν άξιοι για αυτό. Μετά το ημίχρονο, όμως, η ομάδα κατέβηκε αποφασισμένη να βάλει γκολ. Δεν ξέρω τι έγινε με τους (οργανο)παίχτες στα αποδυτήρια ή με τον κόσμο στις κερκίδες, αλλά το παιχνίδι απογειώθηκε. Τα τραγούδια και οι μουσικές κλιμακωνόταν σε μία ευωχία υψηλής ποιότητητας που ο "ήχος" δεν μπορούσε να τους αντισταθεί και συμμορφώθηκε. Τους θόρυβους στη γαλαρία τούς διαδέχτηκαν αναστεναγμοί συγκίνησης, ψέλλισμα στοίχων, χορευτικό θρόϊσμα σωμάτων, ρυθμικά παλαμάκια και θερμά χειροκροτήματα. Η μπάντα έπιανε διεθνή στάνταρ που θα εντυπωσίαζαν όσους μουσικο-ψαγμένους γερμανο-βερολινέζους έτυχε να βρίσκονται εκεί (Αν κρίνουμε το τι ακούνε οι άνθρωποι εδώ στο Βερολίνο, όπου παρελαύνει ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί, για να συγκινήσει κάποιος τα αυτιά τους πρέπει να "τα λέει") Εκεί, όμως, που έγινε το κάτι άλλο και δικαιώθηκε η ανακάλυψη της μουσικής (και πάσα τέχνης), και μας επανέφερε στην αρχέγονη μυσταγωγική της λειτουργία, ήταν στο ανκόρ, όταν τα παιδιά στη σκηνή, αφού τα έδωσαν όλοι όλα, τραγούδησαν εν χωρώ (άνευ οργάνοις) κάτι φωνητικά και μετά ο Αλκίνοος μόνος ένα νανούρισμα χωρίς μικρόφωνο. Παρακολουθούσαμε εκστασιασμένοι και δεν ακουγόταν κιχ από όλους τους ακροατές, μικρούς και μεγάλους, καρεκλάτους και ορθίους, πιωμένους κι άπιωτους, ελληνογερμανούς και κυπριοεβραίους, φιλέλληνες και "ανθέληνες" (όπως εγώ), γραμματιζούμενους και αγράμματους, επισήμους και ανεπίσημους, καυλωμένους και ξεκαύλωτους. Το μεγαλείο της τέχνης, την ελαφρά της ώθηση προς την αυτοϋπέρβαση την ένιωσαν όλοι εκεί, εκείνη τη στιγμή. Ευχαριστούμε παιδιά!

Wednesday, December 13, 2006

ό,τι είναι να γίνει θα γίνει

Έχω την εντύπωση ότι με όλα αυτά τα ιντερνετικά μέσα εκδημοκρατισμού (ή μαζικοποίησης) της επικοινωνίας (όπως, blog, you-tube, myspace, etc.) και με τη ψηφιοποίηση των οπτικοακουστικών μέσων που δίνει τη δυνατότητα (σχεδόν) στον καθένα να γίνει δημιουργός ήχων και εικόνων ή μέτοχος αρχείων (πειρατικών ή νόμιμων), θα γίνει μια ανατροπή, μεν, των παραδοσιακών και συνάμα κλειστών μορφών πληροφορίας και κουλτούρας (αχ, τι καλά), αλλά συνάμα θα εισάγει έναν πληθωρισμό ασήμαντων σχολίων τα οποία μπορεί να πνίξουν οτιδήποτε σημαντικό, διαβαθμισμένο και διαφοροποιημένο κυκλοφορεί σήμερα, (με πολύ δυσκολία, βέβαια.)

Ο αναλογικός κόσμος μπορεί να είχε τα κακά του (όπως το ότι για να δημοσιευτείς σε ένα Γουτεμβεργιανώς εκτυπωμένο μέσο θα έπρεπε να δώσεις κώλο), αλλά πάλι δεν μπορούσε ο πάσα ένας να αμολάει την πορδή του και να πρέπει οι άλλοι να την ακούνε. Υπήρχε ένα φιλτράρισμα στην ασημαντότητα και η αναλογικότητα προέβαλε αντιστάσεις (έστω γραφειοκρατικού τύπου) που η ψηφιακότητα δεν έχει, το οποίο είναι μεν καλό γιατί αναιρεί τη γραφειοκρατία των αναλογικών μέσων, αλλά είναι "μπάτε σκύλοι αλλέστε". Αν υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο συμβεί κι ο καθένας που έχει δικαίωμα στο γαύγισμα αρχίσει να γκαρίζει, θα έχει πολύ ενδιαφέρον να φανταστούμε τι θα προκύψει μετά.

Προφανώς μέσα από το χάος της φωνασκίας και τnν πλημμύρα της ασημαντότητας θα αρχίσουν να ξεπροβάλλουν σχήματα στέρεα, διαμορφωμένα από συσχετισμούς στοιχείων και δυνάμεων που θα αναπτυχθούν μέσα στη κοσμική σούπα. Πιθανόν επίσης να αναδυθεί μια νέα μορφή ανώνυμων επιτευγμάτων (όπως ήταν τα δημοτικά τραγούδια) τα οποία θα υιοθετηθούν από το πλήθος επειδή θα ανταποκρίνονται σε βασικά επικοινωνιακά μοτίβα των βυθισμένων στην μαζοκατάσταση ατόμων. Ποιά είναι όμως αυτά τα μοτίβα; Δεν νομίζω ότι κανείς μπορεί να τα προβλέψει για να ποντάρει σε αυτά εκ των προτέρων και να βγεί από πάνω.

Στον ρευστό κόσμο της ψηφιακότητας όλα τα δεδομένα είναι ανοιχτά και αφού το παιχνίδι άρχισε ας μπει ο καθένας μέσα με ό,τι καλύτερο εκπροσωπεί, και ό,τι είναι να γίνει θα γίνει.

Friday, December 8, 2006

"εδώ Βερολίνο", το στίγμα

Ο τίτλος "εδώ Βερολίνο" δεν έχει να κάνει μόνο με μια απλή δήλωση του γεωγραφικού στίγματος από όπου εκπέμπουμε (ανάλογα με τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της "αλήθειας" κατά τη Χούντα, όπως "εδώ Τίρανα"...), ούτε το κάνουμε από επίδειξη της διαμονής μας σε μια πόλη κουλ και καλά, όπως λένε (και δεν έχουν άδικο), αλλά είναι αποτέλεσμα μιας πιο σύνθετης διαδικασίας. Κατ' αρχή, με τον τίτλο αυτόν θέλουμε να δώσουμε το στίγμα των "αυτοεξορίστων" Ελλήνων, που δεν άντεξαν τη δικτατορία της μικροπρέπειας που κυβερνά τον τόπο και πήραν των ομματιών τους (όπως κι εγώ, που έτσι βρέθηκα εδώ). Άρα, το πρώτο που δηλώνει ο τίτλος είναι ότι είμαστε εδώ (Βερολίνο) γιατί δεν αντέχαμε εκεί (Αθήνα). Αυτό, στη συνέχεια, έχει σαν συμπαραδήλωση ότι όσα παιδιά την έχουν κάνει έξω γιατί δεν άντεχαν μέσα, είναι αδέρφια μας. Ακόμη περισσότερο αν βρίσκονται Βερολίνο, οπότε θα μας ενδιέφερε μια επικοινωνία, με την ευκαιρία του μπλογκ. Από την άλλη, κι όσοι θέλουν να την κάνουν, είναι πάντα καλοδεχούμενοι.

Όπως παλιά με τις αναζητήσεις του "ερυθρού σταυρού", το μπλόγκιν μπορεί να βοηθήσει στην αναζήτηση συγγενειών μέσα από το μοίρασμα σκέψεων. Συγγένειες που ξεπερνούν αυτές του αίματος ή του τόπου, και διαμορφώνονται πέρα από σόγια κι από σύνορα. Αν μπορούσαν να ξεπεράσουν και τους περιορισμούς της γλώσσα ακόμη καλύτερα, αλλά ας τις ξεκινήσουμε στα ελληνικά, αφού με αυτά κι εγώ ξεκίνησα να σκέφτομαι, (και σκέφτομαι ακόμη).

Οι σκέψεις μου σε αυτό το μπλογκ δεν έχουν άλλο λόγο παρά με την έκφραση τους να εκπέμψουν το στίγμα μου και να με φέρουν σε επαφή με άλλους, σε άλλα μήκη και πλάτη, με συγγενικές αναζητήσεις...

Αγαπητοί μου συγγενείς, χαμένοι σε όλα τα μέρη της γης ή "θαμμένοι" στα πάτρια εδάφη, σας αναζητώ.