Wednesday, January 31, 2007

Εξασφαλίστε το μέλλον σας, βγείτε στην ανεργία.

Έχω μια γνωστή μου Γερμανίδα από παλιά, από τα χίπικα καλοκαίρια στα φρηκονήσια, διευθύντρια τώρα σε μία από τις δημόσιες βιβλιοθήκες του Βερολίνου. Δούλευε από τότε μόνιμη υπάλληλος και όταν ερχόταν η ώρα να χτυπήσει κάρτα στη δουλειά της, μάζευε το τσαντίρι της και αποχωρούσε διακριτικά, μην την κατηγορήσουμε για μικροαστισμό, όταν εμείς τραβούσαμε το καλοκαιριλίκι μέχρι τον χειμώνα και πουντιάζαμε οραματιζόμενοι να κάνουμε τον κόσμο ένα απέραντο χιπαριό.

Εκ των υστέρων μού εξομολογήθηκε ότι αυτό που κάναμε τής φαινόταν από τότε ανόητο, αν και της άρεσε η παρέα μας, προφανώς επειδή κάναμε αυτό που κάναμε. Είναι αλήθεια ότι πολλοί από τους τότε «καναμενάδες» φάγαν τα μούτρα τους άσχημα στη συνέχεια, μιας και ο κόσμος είναι αφιλόξενος για ανεπάγγελτους οραματιστές χωρίς οικογενειακή περιουσία από πίσω κι άλλα εχέγγυα, όπως πτυχία, μάστερς, ντοκτορά ή κάποια εξειδίκευση στον οραματισμό που θα μπορούσε να τους τακτοποιήσει επαγγελματικά.

Η εκ των υστέρων κριτική της για την εκ των προτέρων ανοησία μας, με κλόνισε προς στιγμήν γιατί με πέτυχε σε μια φάση που ήμουν εκτεθειμένος οικονομικά και ευάλωτος σε νουθεσίες σωφρονισμού. Φαντάζομαι ότι σε ανάλογη θέση έχουν βρεθεί πολλοί που έχουν ρισκάρει τα λίγα για να πετύχουν κάτι «μεγάλο», το οποίο βέβαια δεν συχνάζει στους διαδρόμους των γραφείων για να πέσεις πάνω του και να πάρεις προαγωγή σε μεγαλουργό, επειδή απλά και μόνο είσαι διαδρομιστής.

Εξ επ’ ανέκαθεν, όσοι ακολουθούν κάποιο όραμα και βγαίνουν από τους διαδρόμους για να βρουν το μονοπάτι προς το ξέφωτο, βρίσκονται κάποια στιγμή να αιωρούνται πάνω από τον λάκκο με τα παλούκια. Πολλοί πέφτουν μέσα. Αλλά, αυτοί που καταφέρνουν να περάσουν απέναντι είναι αυτοί, κυρίες και κύριοι, που έχουν γράψει τα μεγάλα έργα, είναι αυτοί που γεμίζουν τα ράφια των βιβλιοθηκών, είναι αυτοί οι πραγματικοί εργοδότες της γνωστής μου και κάθε βιβλιοθηκάριου ή καθηγητή ή «ντοκτοραμένου» επαγγελματία. Χωρίς αυτούς τότε, αυτοί τώρα θα ήταν άνεργοι.

Συμπέρασμα: Οι σημερινοί άνεργοι οραματιστές είναι οι αυριανοί εργοδότες των παιδιών μας.

Σύνθημα: Αν θέλετε μια καλή θέση στο μέλλον, βγείτε τώρα στην ανεργία.

Friday, January 26, 2007

Νίτσε ή Μάρξ;

Κάθε φορά που είμαι μπερδεμένος προσπαθώ να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου με μια σκληρή και αδυσώπητη ερωτηματοθεσία για τα κίνητρα των πράξεων μου και τις πραγματικές μου επιθυμίες.

Είμαι τόσο ανελέητος με τον εαυτό μου που τον ξεβρακώνω μέχρι να αποκαλύψει ό,τι πιο ξετσίπωτο μπορεί να κρύβει πίσω από την επαναστατική του συνθηματολογία.

Φαντασιώσεις απέραντης ισχύος που γονατίζουν τα θηλυκά στο φαλλικό τους μεγαλείο με γεμίζουν με τη στιγμιαία ικανοποίηση ότι βρήκα επιτέλους το ζωικό μου κίνητρο, αυτό που κινεί κρυφά κάθε αρσενικό, κακά τα ψέματα, θριαμβολογώ.

Αυτή η νιτσεϊκή καθαρότητα διαρκεί ελάχιστα διότι αμέσως μετά αρχίζει να μπαινοβγαίνει κόσμος, αφού στη φαντασίωση δεν μπορώ να μη βάλω τους φίλους μου μέσα να γαμήσουν κι αυτοί να χαρούνε ή να εξαιρέσω ένα σωρό γυναίκες τις οποίες δεν μου πάει να τις βλέπω σαν τρόπαια.

Με το βάλε βγάλε και την πολύ προσθαφαίρεση στο τέλος καταλήγω πάλι μόνος, χωρίς να θέλω κανένα μεγαλείο, απλά να είμαι σιχτιρισμένος που δεν έχω τα μέσα να κάνω τη δουλειά μου, γιατί τα έχουν σαβουριάσει οι βρωμοκαπιτάλες και εγώ ο μαλάκας μπερδεύομαι επειδή δεν μπορώ να τα βάλω μαζί τους και τα βάζω με τον εαυτό μου. Τότε, με ξαναπιάνουν τα επαναστατικά μου.

Wednesday, January 24, 2007

«Πίσω από τις λέξεις - κρύβεται ο Αλέξης»

Χθες βράδυ, είχα με την παρέα μου μια πολύ ομιλητική συζήτηση, ενθουσιώδη και αποκαλυπτική, με ένα χείμαρρο λέξεων να χύνεται σε ένα ποταμό εκφράσεων που θα μας μπορούσε να μας οδηγήσει στη θάλασσα, αλλά η θάλασσα ήταν μακριά (Βερολίνο γαρ) κι έτσι φτάσαμε σε μια λίμνη όπου οι λέξεις μπορούσαν να αναπαυτούν στα ήρεμα νερά της κι εμείς να πάμε για ύπνο.

Στον δρόμο, σκέφτηκα τον καθένα να πηγαίνει μόνος σπίτι του, να ξεκλειδώνει την πόρτα, να βγάζει τα παπούτσια του, το παλτό, να ανοίγει το ψυγείο να ρίξει μια ματιά για να τσιμπήσει κάτι, να κατουράει ενώ πλένει τα δόντια του και να ξαπλώνει.

Τότε, ένοιωσα τις λέξεις που είπαμε να είναι λόγια του αέρα, η λίμνη να εξανεμίζεται και όσα είπαμε να μη πιάνουν μία μπροστά στη θέρμη μιας αγκαλιάς που θα τύλιγε τον καθένα στο κρεβάτι του για να τον ζεστάνει και να τον γλυκάνει - για να πάρει το βάρος του αυτή και όχι το κρεβάτι.

Επειδή όσοι γράφουμε συχνά (και διαβάζουμε) έχουμε μια «επαγγελματική» σχέση με τις λέξεις (ανεξάρτητα, αν μπλογκάρουμε αμισθί) κάνουμε το λάθος μερικές φορές να νομίζουμε ότι αρκούν από μόνες τους να σηκώσουν το βάρος μας. Αμ, δε.

Μάλιστα, συμβαίνει το αντίθετο. Αν οι λέξεις δεν τείνουν στο ανείπωτο και δεν οδηγούν στη σιωπή, όχι μόνο δεν σηκώνουν το βάρος μας, αλλά μας βαραίνουν κι από πάνω.

Με αυτές τις σκέψεις έστριψα και πήγα να ακούσω μουσική

Monday, January 22, 2007

Ουστ από εδώ!

Το διάβασα στις οικονομικές σελίδες και με ζώσαν τα φίδια.Υπό τον ενθουσιώδη – άκου εκεί - τίτλο «Η άνοιξη του Βερολίνου» παρουσιάζεται η εντελώς ανησυχητική είδηση ότι «Το Βερολίνο ανακαλύπτουν μεσιτικά γραφεία, ιδιώτες και εταιρείες επενδύσεων, καθώς θεωρείται μία από τις φθηνότερες ευρωπαϊκές μητροπόλεις στην αγορά ακινήτων.»

Μακριά τα χέρια από το Βερολίνο, τη (νέα) φτωχομάνα μας! Βρωμοκαπιτάλες, ουστ από εδώ!!

Friday, January 19, 2007

η καθαρότητα των μορφών με μαγιό στην πισίνα

Αν είσαι με κάποιαν για να μην είσαι μόνος, αυτό δεν είναι έρωτας, αλλά παρέα. Επειδή καλή η παρέα, αλλά δεν σου σηκώνεται όπως με τα «ξέκωλα» που λιγουρεύεσαι και τότε γίνεσαι επιτυχημένος για να τα ψωνίσεις εύκολα, αυτό δεν είναι επιτυχία, αλλά ευ-κωλία. Όταν μετά ξεκωλώνεσαι στο τάλιρο και αντί να τα φας με τα ξέκωλα, χτίζεις αβέρτα ξενοδοχεία καταπατώντας αιγιαλούς, δεν είσαι μεγαλοξενοδόχος, αλλά καταπατητής και, κυρίως, αποπατητής. Στη γεμάτη υπεκφυγές διαδρομή σου έχεις αποπατήσει μια σειρά από μορφές -του έρωτα, της παρέας, της επιτυχίας, του ξεκωλιάσματος- και τις έχει βρωμίσει.

Η καθαρότητα των μορφών έγκειται στην απερίφραστη και άμεση εκδήλωση αυτού που θες να πετύχεις μέσα από αυτές. Όλα τα άλλα είναι τσαπατσουλιές.

Επειδή στο Βερολίνο δεν έχουν πολλά ξενοδοχεία πάνω σε αιγιαλούς, αλλά δεν έχουν ούτε αιγιαλούς, όποιος θέλει να κάνει μπάνιο πηγαίνει σε μια από τις πολλές πισίνες που έχουν. Εκεί, αν είσαι Έλληνας συνηθισμένος σε καταπατημένους αιγιαλούς μπορείς να κάνεις μια υποβρύχια σπουδή πάνω στην καθαρότητα των μορφών.

Όταν πρωτοβούτηξα σε βερολινέζικη πισίνα έπαθα μια σύγχυση στη μορφή που ήθελα να δώσω στην παρουσία μου μέσα στο νερό. Κολυμβητής ή ματάκιας;

Οι κολυμβήτριες νεράιδες (από το «νερό» δεν βγαίνει το «νεράιδα»;) ανοιγόκλειναν τα σκέλια τους μπροστά μου σε ύπτιο, όπως τις χάζευα εγώ σε μακροβούτι, αλλά γρήγορα διαπίστωσα ότι δεν το έκαναν για να προσκαλέσουν ανάμεσα τους ούτε εμένα (βέβαια) αλλά ούτε και κανέναν από τους νεραϊδο-κολυμβητές με τις κορμάρες γύρω μου, που έριχναν τις απλωτές τους για να κάνουν κρόουλ κι όχι για να δείξουν τα «φτερά» τους.

Όλοι, αγόρια και κορίτσια, ήταν μέσα στη πισίνα για τον λόγο που υπάρχουν οι πισίνες, δηλαδή για κολύμπι. Έτσι ξεκαθάρισε και σε εμένα τι θα έκανα μέσα στο νερό.

Wednesday, January 17, 2007

η Ελλάδα με κυνηγάει με προκατεψυγμένα γιουβαρλάκια

Δεν ξέρω τι γίνεται στην υπόλοιπη Γερμανία, αλλά όσα ελληνικά εστιατόρια ξέρω εδώ στο Βερολίνο είναι καθαρή δυσφήμηση από πρόθεση οποιουδήποτε έχει την ελληνικότητα σαν εθνικό προσδιορισμό και δεν μπορεί να το αποφύγει, αφού οι άνθρωποι παντού ακόμη ρωτάνε από πού έρχεσαι και όχι πού πηγαίνεις.

Θα έπρεπε το ίδρυμα ελληνικού πολιτισμού ή να τα κλείσει ή να με αποζημιώσει με κουπόνια ισόβιας διατροφής σε εστιατόρια της επιλογής μου, που σίγουρα δεν θα είναι τα ελληνικά που ξέρω.

Είναι τόσο απωθητικά, που από έξω ακόμη σε φωνάζουν να φύγεις. Η κακογουστιά τους δεν αρκείται στην εσωτερική γυφτο-ελληνοπρεπή διακόσμηση, αλλά ξεχειλίζει στον εξωτερικό χώρο, σέρνεται στην πρόσοψη και κρέμεται στις ταμπέλες με τα αλήστου μνήμης ονόματα. Μέσα όλα μοιάζουν απολιθωμένα στην εποχή που οι Έλληνες ακόμα χόρευαν σε μόνιμο replay συρτάκι για να εντυπωσιάσουν τους τουρίστες με τα ίδια και τα ίδια τσαλίμια, τα οποία πάγωσαν με freeze frame σε ένα εναέριο όπα-τις κι έμειναν εκεί κοκαλωμένα.

Τα απέφευγα, τα απολιθωμένα, σαν ο διάολος το λιβάνι. Μέχρι που έπιανα τον εαυτό μου να αλλάζει πεζοδρόμιο από ντροπή, σαν να φώναζα όχι δεν είμαι εγώ αυτός (Έλληνας). Αποποιούμαι την ευθύνη.

Όταν έσπασε ο διάολος το ποδάρι κι έτυχε να μπω δυο τρεις φορές σε κάποιο από αυτά, γιατί η παρέα επέμενε να διαπιστώσει από μέσα αυτό που έκανε μπαμ από έξω, σκυλωμετάνιωσα που δεν είχα πάρει τη ρεζέρβα ποδάρι μαζί μου, να φύγω τρέχοντας.

Όχι μόνο σου σερβίρουν προκατεψυγμένα για δήθεν «της κατσαρόλας», τα οποία ζεσταίνουν φουλ στα μικροκύματα για να σκοτώσουν τα ζιζάνια και πρέπει μετά να ρίξεις παγάκια για να τα φας, αλλά, σου χρεώνουν τα γιουβαρλάκια λες και είναι τα αρχίδια του Ποσειδώνα, τόσο σπάνια θαλασσινά.

Αυτό που έμαθα στη Γερμανία είναι πως «ό,τι πληρώσεις παίρνεις». Αν δώσεις λίγα θα πάρεις φτηνόπραμα, αν δώσεις πολλά θα πάρεις σένιο. Με πήρε λίγο καιρό να το πιάσω αυτό, γιατί από την Ελλάδα είχα μάθει να δίνω λίγα γιατί και πολλά να έδινα δεν αποκλείεται το πράμα να ήταν μούφα. Σε αυτήν την αντιστοιχία τιμής και αξίας των Γερμανών φαίνεται να συμμορφώθηκαν όλοι οι ξένοι φτηνο-ταϊστάδες του Βερολίνου (Ταϊλανδο-Κινέζοι, Πακιστανο-Ινδοί, Τουρκό-Τουρκοι), πλην Λακεδαιμονίων. Αυτοί επέμεναν να κρατούν τα χούγια της μητέρας πατρίδας. Πώς γίνεται να σερβίρεις τέτοιο σκουπιδόπραμα τόσο ακριβά, μόνο ο ελληνικός πατριωτισμός μπορεί να το εξηγήσει.

Τα ελληνικά εστιατόρια είναι τόσο ανυπόληπτα στους περισσότερους Βερολινέζους, που αν δεν υπήρχαν κάποιοι Γερμανοί μεσήλικες, κολλημένοι με την Ελλάδα από τις διακοπές που κάναν εκεί σαν φρικιά, να πηγαίνουν κάπου κάπου για να κακοφάνε και να θυμηθούν τα νιάτα τους, θα είχαν κλείσει όλα.

Αν, τώρα, υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας φιλότιμος Έλληνας εστιάτορας, νοικοκύρης και μερακλής, και έχει κάπου στο Βερολίνο ένα καλό φαγάδικο, με λογικές τιμές, πείτε μου εσείς τώρα ποιος θα πατήσει στο μαγαζί του, έτσι που όλοι οι άλλοι έχουν φροντίσει να τον διαβάλλουν με την κακή φήμη που έχουν στον εστιατορικό «χώρο», ώστε να λες ότι δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρχει «φιλότιμος Έλληνας εστιάτορας».

Ανάλογες μούντζες τρώνε κι όσοι φιλοτιμούνται σε άλλους «χώρους», από τον εμπορο-γεωργικό (με τα ελληνικά οπωροκηπευτικά να θεωρούνται καλά μόνο για τους Γερμανούς πεζοναύτες προκειμένου να εκπαιδευτούν σε δηλητηρίαση από φυτοφάρμακα), μέχρι τον κινηματογραφικό «χώρο» (με τις ελληνικές ταινίες να διακρίνονται μόνο σε κάτι φεστιβάλ τύπου Καΐρου). Τί κι αν έχεις εσύ βιολογική καλλιέργεια που θα έπρεπε να μοσχοπουλιέται στα Bioladen ή αν έχεις καλή ταινία που θα άξιζε να είναι στη Berlinale; Έτσι και είσαι Έλληνας, θα πας ή σε στρατώνα ή στο Κάιρο. Είπαμε, μη σου βγει τ' όνομα.

Sunday, January 14, 2007

η καύλα ως δόλος του Λόγου και η μαλακία ως μεταφυσική χειρονομία

Καυλώνεις αφόρητα ως άνδρας με μια γυναίκα, κάνεις τα πάντα να την καταφέρεις -σκαρφαλώνεις ντουβάρια, σέρνεσαι σε συρματοπλέγματα, σκίζεις το καλό σου πουκάμισο, καθυστερείς στη δουλειά σου, σε κυνηγάει η τράπεζα- κι όταν επιτέλους φτάνεις ξαναμμένος στον στόχο σου, εισέρχεσαι, ρίχνεις τα σκάγια σου και η καύλα σου αφοπλίζεται, τότε, αισθάνεσαι να σε έχουν πιάσει κορόιδο > Γιατί τόση φασαρία; > Έχεις πέσει θύμα στον -κατά Χέγκελ- δόλο του Λόγου, έχεις παίξει το παιχνίδι Του και νόμιζες ότι το έκανες για σένα, για τη δική σου καύλα, που αποδεικνύεται ότι δεν ήταν καθόλου δική σου, αλλά στην έβαλε ο Λόγος για κάποιον δικό του (άγνωστο) λόγο. Απ'την άλλη, με τη μαλακία το φιλοσοφείς. Ξεγελάς τον δόλο του Λόγου και λες δεν θα παίξω το παιχνίδι σου, αλλά θα την παίξω για πάρτι μου και λογαριασμό μου, οπότε αγγίζεις (με τη χούφτα σου) τη μεταφυσική πληρότητα του ίδιου του Λόγου που ό,τι κάνει το κάνει για λογαριασμό του, ως το τέλεια αυτοϊκανοποιούμενο Όλον.

Thursday, January 11, 2007

προβλεψη για την επόμενη χιλιετία

Αφού διάβασα τις πρωτοχρονιάτικες προβλέψεις των στρατηγικών μελετητών για την επόμενη 5ετία, 10ετία, 20ετία μέχρι και 50ετία, λέω να τους τη βγω με μια γεωπολιτική πρόβλεψη για την επόμενη 1000ετία, αφού η επιστημονική τους σοβαρότητα δεν τους επιτρέπει να φτάσουν μέχρι εκεί που πάει το μυαλό τους, μη κατηγορηθούν για αυθαιρεσία. Εγώ δεν έχω τέτοια κολλήματα και θα εκφραστώ ελεύθερα προβλέποντας την ανθρώπινη ιστορία σε βάθος χρόνου με όλη την οξύτητα του πνεύματος που έχω καλλιεργήσει και την αρχαιοελληνική σοφία που έχω κληρονομήσει.

Έχουμε και λέμε -κλείστε τη μύτη σας- Η (εβραιο)χριστιανική Δύση, με ηγέτιδα τις ΗΠΑ, θα τα κάνει σκατά με τους μουσουλμάνους και θα εξαντληθεί στο να σβήνει τις φωτιές που ανάβει στον μουσουλμανόκοσμο για να τον εξαντλήσει (παίζοντας το παιχνίδι του Ισραηλιτικού κατεστημένου), χωρίς να υπολογίζει τις φλεγόμενες κουκουνάρες που θα εκτοξεύονται στα εδάφη της.

Οι Ευρωπαίοι θα αντιδράσουν αργά, όταν πάρει φωτιά ο κώλος τους, και τότε θα θυμηθούν ότι και η Ρωσία ανήκει στην Ευρώπη, για να ενωθούν όλοι μαζί και να τη βγάλουν καθαρή. Η Ρώσοι, όμως, θα το παρεξηγήσουν νομίζοντας ότι η Ευρώπη ανήκει στη Ρωσία. Μέχρι να λυθεί η παρεξήγηση, οι βορειο-Αμερικάνοι θα συνεχίσουν ανενόχλητοι να τα κάνουν σκατά, αποπατώντας και τους νοτιο-Αμερικάνους, μέχρι που να μη μείνει άντερο.

Εκ της εξαντλήσεως τής δυτικής κωλοτρυπίδας θα πεταχτεί σαν πορδή η Κίνα για να κάνει κουμάντο στην ανατολική αυτοκρατορία του κερδοσκοπικού κεφαλαίου, εξαερώνοντας το πορδοβούλωμα της Ιαπωνίας που της φράζει τα αέρια. Η Δύση, χεσμένη από φόβο, θα εξοπλίσει με ό,τι θες την Ινδία για να τραβήξει καζανάκι στην Κίνα.

Αφού τραβήξουν καζανάκι τους Κινέζους, οι Ινδοί θα χρησιμοποιήσουν τους Δυτικούς για κωλόχαρτο και θα κολλήσουν αυτοκρατορικές αιμορροΐδες. Εξαντλημένοι από αυτές θα παραχωρήσουν τη θέση στη χέστρα στην Αφρική, αλλά αυτή θα προτιμήσει να τα κάνει πίσω από τα μπαμπού και να απολαύσει τη θέα της λίγης φύσης που θα έχει απομείνει. Έτσι η ανθρώπινη ιστορία θα ολοκληρώσει τον κύκλο της προς δυσμάς επανερχόμενη εκεί από όπου ξεκίνησε, στο κέρας της Αφρικής και στο υπαίθριο χέσιμο.

Monday, January 8, 2007

Θέσεις περιορισμένες

Τη διαφορά της θέσης και της φύσης του ανθρώπου την έχω θίξει στις Υποθέσεις μου στην αφηρημένη, γενική της διάσταση. Τις προάλλες μού ήρθε μια εκδοχή αυτής της διαφοράς πάνω σε γεγονότα συγκεκριμένα και καθοριστικά της ζωής των ατόμων. Σκέφτηκα ότι κάποιος τυχαίνει να βρεθεί σε μια κοινωνική ή γεωγραφική ή ιστορική θέση η οποία να ευνοεί τις φυσικές του τάσεις (τα ταλέντα του, τις ικανότητες του, κλπ.) οπότε να μεγαλουργεί ή τυχαίνει να βρίσκεται σε μια δυσμενή θέση η οποία τον πάει γαμώντας όποια φυσικά χαρίσματα και να έχει. Ειδικά αν είναι ιδιαίτερα χαρισματικός και βρεθεί σε δυσμενή θέση δυστυχεί ακόμη παραπάνω από τη συναίσθηση ότι πάει χαμένος, όταν άλλοι, λιγότερο χαρισματικοί από αυτόν, ευημερούν μόνο και μόνο επειδή έτυχε να βρεθούν σε καλύτερη κοινωνική θέση ή στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή ή από τη πλευρά των νικητών κι όχι των χαμένων.

Αυτό δείχνει μιαν υπεροχή της θέσης έναντι της φύσης διότι μοιάζει να μετράει περισσότερο η πρώτη από τη δεύτερη στην τελική κατάταξη των ατόμων στο παγκόσμιο πρωτάθλημα της ιστορίας. Μάλλον κάτι τέτοιο ισχύει. Μόνο που αυτό που ισχύει και το οποίο ευνοεί λίγους - αφού οι «καλές» θέσεις είναι περιορισμένες σε αυτή τη φάση- έχει αντίθετους τους πολλούς και για αυτό δεν μπορεί να ισχύει για πολύ.

Νομίζω ένα μεγάλο μέρος της προσπάθειας του ανθρώπου είναι να «ανοίξουν» οι θέσεις για όλο και πιο πολλούς, ώστε όλο και λιγότεροι να αδικούνται εκ της θέσεως των. Αυτό μου έδωσε μια ακόμη εκδοχή της σύγκλισης θέσης και φύσης που επαγγέλλομαι ως καθοριστική για την εξέλιξη του ανθρώπου.

Αν ανήκετε στους πολλούς που δεν τους ευνοεί η θέση στην οποία βρίσκονται να ξέρετε ότι δεν είστε μόνοι κι ότι είναι θέμα εξέλιξης, η οποία, όμως, εξαρτάται αποκλειστικά από εσάς και από τη δική σας διεκδίκηση μιας θέσης ανάλογης προς τη φύση σας.

Thursday, January 4, 2007

συλλογικότητα, όπως σας αρέσει

Όλες οι προσπάθειες που έκανα από μικρός να ανήκω επιτέλους κι εγώ κάπου ήταν μάταιες. Η σειρά των κοινωνικών μου εντάξεων - στους προσκόπους, στη φοιτητική νεολαία, στα φρικονήσια, στην αναρχία, στην καλλιτεχνία, κ.ο.κ – αποδείχτηκε εις άτοπον ακολουθία. Ο εαυτός μου δεν αναγνώριζε πουθενά την αλήθεια του και ακολουθούσε έναν δικό του παράδρομο στις λεωφόρους των κοινωνικών εντάξεων που έπαιρνα για να έχω παρέα, οδηγώντας συχνά επικίνδυνα, κάνοντας άλλοτε απότομες στροφές ή περνώντας στο αντίθετο ρεύμα (ευτυχώς την έβγαλα καθαρή). Όταν πια η ανάγκη μου για συλλογικότητα αποδείχτηκε αδιέξοδη, ο παράδρομος βγήκε μπροστά μου και με οδήγησε εδώ, όπου δεν ανήκω πουθενά και είμαι ο εαυτός μου. Η συλλογικότητα παραμένει ζητούμενο μου, αλλά δεν είναι πια ένα σχήμα έξω από εμένα στο οποίο να ενταχθώ. Είναι μια μορφή που περιμένει να γεννηθεί από τις συναντήσεις μου με όσους μ’ αρέσουν και τους αρέσω κι εγώ.

Tuesday, January 2, 2007

άνθρωποι και πυροτεχνήματα

Επεξεργάζομαι τη μεσονύχτια εμπειρία της εορταστικής αλλαγής του χρόνου εδώ στο Βερολίνο και τα αισθήματα που μου προκάλεσε, τα οποία, μετά από δύο μέρες χώνεμα, αρχίζουν να παίρνουν κάποια μορφή μέσα μου.

τα γεγονότα:

Το βράδυ της πρωτοχρονιάς, στις 12 παρά είκοσι, αποφασίσαμε να βγούμε από το σπίτι και να πάμε δίπλα στο Μάουερ Παρκ για να χαζέψουμε τα πυροτεχνήματα από το ύψωμα εκεί. Φτάνοντας είδαμε τσούρμο τις παρέες - σκούρες φιγούρες γκρουπαριστές, μέσα στο σκοτάδι - να ανεβαίνουν στη σειρά το ύψωμα και να παρατάσσονται κατά μήκος του. Ήδη είχαν πιάσει τα πόστα όσοι είχαν πυροτεχνήματα και ήταν έτοιμοι για το έργο. Κάποιοι βιαστικοί αμολούσαν σποραδικά μερικά, λες και ήθελαν να τα δοκιμάσουν για τη μεγάλη τους πρεμιέρα και μοναδική τους παράσταση. Γενικά, από το πρωί εκείνης της μέρας ακουγόταν κροτίδες και διάφορα ηχητικά εφέ που έδειχναν ανυπομονησία για το μεγάλο πατατράκ.

Ακουγόταν ότι το κεντρικό πάρτυ στο Μπράντεμπουργκ Τορ θα ήταν πολύ μεγάλο φέτος, αλλά πού να τρέχουμε τώρα. Δεν ήμασταν και πολύ ενθουσιασμένοι με μαζικές εκδηλώσεις και είπαμε απλά να βγούμε να δούμε τα πυροτεχνήματα, αφού θα τα ακούγαμε έτσι κι αλλιώς, θέλαμε δε θέλαμε, να μη πάει τζάμπα ο σαματάς. Καλά που το πρότεινα, γιατί οι άλλοι είχαν βολευτεί γύρω από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και δεν λέγανε.

Το Βερολίνο έχει παράδοση στα πρωτοχρονιάτικα γλέντια και ειδικά στα πυροτεχνήματα. Αυτό το τελευταίο το εξήγησα σαν απόρροια του τείχους, που είχε μεν χωρίσει τους κατοίκους στα δύο, αλλά αυτοί επικοινωνούσαν με τα εκατέρωθεν πυροτεχνήματα το βράδυ της πρωτοχρονιάς εκτοξεύοντάς τα σαν σπερματοζωάρια στη μήτρα του νυχτερινού ουρανού όπου αμύλονταν σε συνουσιαστικό δυναμισμό, και μια καύλα ένα πράγμα. Αχ τι ωραία. Όλα αυτά τα κατάλαβα εκ των υστέρων. Στις 12 παρά πέντε δεν ήξερα τίποτε.

Στις 12 ακριβώς έγινε το έλα να δεις! Από παντού εκτοξεύονταν πυροτεχνήματα. Ένα απέραντο χύση έσπερνε τον ουρανό από κάθε σημείο του ορίζοντα. Χοροπηδούσα αλαλάζοντας σαν ινδιάνος μαζί με τους άλλους της ανθρώπινης φυλής γύρω μου. Ποιο Μπράντεμπουργκ Τορ τώρα. Τα επαγγελματικά πυροτεχνήματα που ρίχνανε εκεί ήταν μεν εντυπωσιακά (όπως τα βλέπαμε από μακριά) αλλά το εντυπωσιακό ήταν όλο αυτό το ερασιτεχνικό υπερθέαμα παραγωγής απλών ανθρώπων, στα μπαλκόνια τους, στους δρόμους, στις αυλές και στα πάρκα.

Σε αυτήν τη φωτολαμπή του ουρανού που χάραξε το σκοτάδι ανοίγοντας σχισμή στον χρόνο σαν να ήθελε να σηματοδοτήσει ετσιθελικά την αλλαγή του έτους, είδα ότι όλοι οι άνθρωποι ενώθηκαν ξαφνικά και αν δεν αγκαλιαζόταν μεταξύ τους (κάποιοι το κάναν) στα βλέμματά τους έβλεπα ότι είχαν διάθεση αγκαλιάς.

Ο συνεπαρμός έσβησε σιγά σιγά καθώς κόπαζαν και τα πυροτεχνήματα, αλλά έβλεπες σε όλους μια καλή διάθεση να γίνει κάτι που θα τους ένωνε όλους με όλους κι ας μην έγινε αυτό τώρα. Δεν πειράζει την επόμενη φορά.


κάποια συμπεράσματα:

Οι άνθρωποι είναι ευαίσθητα και μοναχικά πλάσματα. Δείχνουν δυνατοί, αλλά δεν είναι. Έχουν μεγάλη ανασφάλεια και αμηχανία στο πώς να βολέψουν τον εαυτό τους μέσα στον κόσμο, με τον οποίον θέλουν να ενωθούν για να ξεπεράσουν τη μοναχικότητά τους, αλλά δεν ξέρουν πώς. Γι’ αυτό είναι και χειραγωγίσιμοι στην ανάγκη τους να είναι ομαδοποιημένοι και να ταυτίζονται μεταξύ τους για να ξεπεράσουν τη μοναχικότητα τους, η οποία είναι κρυμμένη κάτω από το παλτό του καθένα, όσο κι αν την κρύβει τυλίγοντας την με σημαίες, κάνοντας το παλτό του στολή στρατιώτη ή οπαδού.

Οι άνθρωποι της εξουσίας (κάθε είδους) όσο πιο ισχυροί δείχνουν τόσο πιο ξεκομένοι είναι από τον κόσμο. Μάλιστα, καταφεύγουν στην ισχύ επειδή ακριβώς δεν μπορούν να ενωθούν με τον κόσμο. Έτσι, θέλουν να γίνουν αυτοί από μόνοι τους ένας κόσμος, στον οποίο επιδιώκουν να υποτάξουν τους άλλους, αφομοιώνοντάς τους σε αυτόν για να ξεπεράσουν την αμηχανία που νιώθουν μαζί τους. Είναι αναίσθητα άτομα και δυστυχισμένα, με τη διαφορά ότι η αναισθησία που σπαράζει τα σωθικά τους μπορεί να καταστρέψει τους άλλους για να τους ενώσει στην (ε)αυτοκρατορία τους πολτοποιώντας τους κάτω από τη μπότα της ισχύος τους.

Συχνά, τα μοναχικά άτομα (που είναι οι άνθρωποι) βρίσκουν διέξοδο στη μοναχικότητά τους υποτάσσοντάς την σε έναν κόσμο ψευδεπίγραφα ενοποιημένο και έτσι γκρουπάρονται σε ομάδες, όπου δεν είναι ο εαυτός τους.

Η ανάγκη για συλλογικότητα όπως εκδηλώνεται πυροτεχνικά το βράδυ της πρωτοχρονιάς ή σε άλλες γραφικές τελετουργίες, όπως τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, κλπ. - και λέω γραφικές γιατί κανείς δεν πιστεύει πια στην ουσία τους, αλλά τηρεί το σχήμα τους, διότι δίνει μια ευκαιρία συλλογικότητας - είναι μια βαθιά ανάγκη του ανθρώπου.

Δεν μιλάμε για μια συλλογικότητα περιορισμένη σε κάποιους ειδικούς χώρους (καλλιτεχνικά φεστιβάλ, στάδια, συναυλίες, εκθέσεις αυτοκινήτων, επιστημονικά συνέδρια, κλπ.) αλλά για μια συλλογικότητα που αγκαλιάζει τους ανθρώπους απαλλάσσοντας τους από τη μοναξιά τους διότι αγγίζει τα βαθύτερα αισθήματα τους. Λίγα έχουν γίνει επ’ αυτού και έχουν πολλά ακόμη να γίνουν από εμάς τους σύγχρονους που ζούμε το (παρατεταμένο) τέλος των θρησκειών και πουντιάζουμε, γυμνοί κάτω από το παλτό μας, στην καπιταλιστική βαρυχειμωνιά της ψυχής, όσο κι αν το βράδυ της πρωτοχρονιάς ζεσταινόμαστε για λίγο με πυροτεχνήματα.