Συζήτησα πολύ για την πολιτική τελευταία, με αφορμή τα γεγονότα στην Ελλάδα, και μου τέθηκε το ερώτημα τι προτείνω εγώ ως σωστό, πέρα από το να υποδεικνύω το λάθος.
Κατ’ αρχή, το ερώτημα της πολιτικής δεν μπορεί να εξεταστεί μόνο ως προς την ελληνική πραγματικότητα, διότι είναι ευρύτερο. Η ελληνική πολιτική «σκηνή» έχει τις ιδιαιτερότητές της (οικογενειοκρατία, ευνοιοκρατία, αναξιοκρατία, κλπ.) αλλά οι βασικές της συνιστώσες εξαρτώνται από τις διεθνείς εξελίξεις, τόσο στην πολιτική πρακτική όσο και στη θεωρία.
Οι όροι «αριστερά» και «δεξιά» δεν νομίζω ότι είναι ελληνική ανακάλυψη, αλλά έρχονται από αλλού, (από τα έδρανα της γαλλικής προεπαναστατικής εθνοσυνέλευσης, νομίζω), όπως από αλλού προέρχεται και το σύνολο σχεδόν των πολιτικών όρων που χρησιμοποιούνται εν Ελλάδι. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα.
Το θέμα δεν έχει να κάνει με την ελληνικότητα ή όχι μιας πολιτικής πρότασης. Θα μπορούσε μια χαρά να είναι ελληνική και να γίνει διεθνής ή ανάποδα, εφόσον εξετάζει το ζήτημα της πολιτικής στις ουσιαστικές συνιστώσες του.
Το πολιτικό ζήτημα είναι διεθνές, εκ των πραγμάτων, ειδικά, σε μια εποχή παγκοσμιοποιημένη, όπου η αλληλεξάρτηση των εθνών μεταξύ τους και όλων μαζί με το φυσικό περιβάλλον καθιστά τις εθνικές πολιτικές αλληλένδετες.
Πάμε τώρα στην ουσία. Τι είναι αυτό που πρέπει να γίνει; Ποιο είναι το σωστό;
Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το βασικό ερώτημα σε κάθε τι, και κυρίαρχα στην πολιτική, το οποίο με απασχόλησε διεξοδικά στις Υποθέσεις Γενικής Θεωρίας, όπου το εξετάζω "φιλοσοφικά", αφού είναι αδύνατο να κάνεις οποιαδήποτε σοβαρή πρόταση που να είναι προοπτικά σωστή, αν αυτή δεν βασίζεται σε μια εις βάθος θεώρηση του τι είναι το σωστό.
Είναι το ερώτημα το οποίο η τρέχουσα πολιτική θεωρία (και κατά συνέπεια η πολιτική πρακτική), δεν έχει εξετάσει σε βάθος, εξ ου και τα αδιέξοδα της πολιτικής, που την κάνουν ευάλωτη σε πιέσεις μεμονωμένων συμφερόντων.
Επ’ αυτού, θεωρώ ανεπαρκέστατες τις απαντήσεις τόσο της «αριστεράς», όσο και της «δεξιάς».
Η «αριστερά» μού λέει ότι σωστό είναι το «δίκιο του εργάτη». Σε αυτό έχει κολλήσει εδώ και δύο αιώνες, έστω και αν στον όρο εργάτη έχει προσθέσει η «ανανεωτική αριστερά» και κάθε άλλον αδικημένο. Πολύ καλά κάνει, και αυτήν ψηφίζω ελλείψει άλλου πολιτικού φορέα στο προσκήνιο, αλλά, πέρα από τη συναισθηματική συμπαράταξη υπέρ του αδικημένου, δεν ευσταθεί πολιτικά.
Η «αριστερά» δεν εξετάζει την ευθύνη του αδικημένου στην αδικία που υφίσταται παθητικά στην αρχή και την επιτρέπει να λάβει τέτοια έκταση ώστε να μη μπορεί να αντιδράσει μετά. - Της διαφεύγει η ευθύνη του ατόμου, διότι δεν βάζει το ατομικό στο κέντρο της προσοχής της, αλλά, το συλλογικό, το οποίο όμως μπορεί εύκολα να γίνει ένα μόρφωμα που καλύπτει την ανευθυνότητα και επιτρέπει την αναπαραγωγή της αδικίας.
Η "δεξιά" βάζει, μεν, το άτομο στο κέντρο (θεωρητικά), αλλά το κάνει ψευδο-φιλελεύθερα και όχι καθαρά. Παίζει «βρώμικα» το χαρτί του ατομισμού διότι δεν δέχεται να «ξαναμοιραστεί η τράπουλα» ώστε ο καθένας να μπαίνει στο παιχνίδι ως άτομο καθαρά και μόνο – δηλαδή, με ό,τι έχει από γεννησιμιού του, από τη φύση ή από τον «θεό» (που η δεξιά τόσο επικαλείται) – αφού, η δεξιά υπερασπίζεται τα κληρονομημένα προνόμια που διαθέτουν όσοι είναι παιδιά πλουσίων, οι οποίοι εκτός από άτομα έχουν και κάποια εκατομμύρια για να κάνουν παιχνίδι, ενώ οι άλλοι δεν έχουν μια.
Οπότε, η «δεξιά» καταλήγει θεματοφύλακας της «κληρονομημένης» αδικίας και η «αριστερά» υπέρμαχος ενός δικαίου που στο τέλος αναπαράγει την αδικία, επειδή, ούτε η μία ούτε η άλλη υποστηρίζουν ουσιαστικά τη θεμελιώδη συνιστώσα της κοινωνίας (δίκαιης ή άδικης), δηλαδή, το άτομο.
Εγώ θέτω το άτομο στη βάση της πολιτικής μου πρότασης και το ενθαρρύνω να παλέψει την αδικία όχι μόνο των πλουτοκρατών, αλλά την αδικία κάθε μορφής, ακόμη και αυτής όπου το ίδιο το άτομο αδικεί τον εαυτό του όταν φοβάται να εκφραστεί όπως αυτό θεωρεί σωστό.
Εδώ ακριβώς τίθεται το θέμα του σωστού και του λάθους. Το τι είναι σωστό δεν μπορεί να το πει στο άτομο καμία εξωτερική εντολή, είτε από κάποιον «Θεό», είτε από κάποιον κοινωνικό θεσμό.
Για όποιον «Θεό» και να μιλάμε, από τη στιγμή που με αυτόν εννοούμε την ολότητα στην οποία εντάσσονται όλα, τότε ο Θεός βρίσκεται και μέσα στο άτομο, αλλιώς τι ολότητα θα ήταν. Επίσης, κανείς δεν βρίσκεται στην προνομιακή θέση να κάθεται πιο κοντά στον Θεό ώστε να μας μεταφέρει τις εντολές του, αφού ο Θεός βρίσκεται παντού και κοντά στον καθένα.
Όσον αφορά το κοινωνικά εντεταλμένο σωστό, αν η κοινωνία ήξερε ποιο είναι αυτό, δεν θα ήταν άδικη, που είναι.
Αν, όμως, το άτομο φέρει μέσα του το σωστό, τι είναι αυτό που το εμποδίζει να το εκδηλώσει και να το κάνει πράξη, έτσι ώστε όλα τα άτομα μαζί να απαρτίζουν μια κοινωνία που διορθώνει τα λάθη της ( την αδικία) κινούμενη προς το σωστό (το δίκαιο);
Αυτό που εμποδίζει το άτομο να εκδηλωθεί είναι ο φόβος και όσοι τον μετέρχονται συστηματικά εκφοβίζοντας το ώστε να μη κινηθεί προς αυτό που θεωρεί το ίδιο σωστό και έτσι να αμφισβητήσει το προνόμιο τους να ορίζουν αυτοί το σωστό αυθαίρετα, όπως τους συμφέρει.
Το άτομο, βέβαια, πρέπει να παλέψει τον φόβο και να επιδείξει γενναιότητα κινούμενο από μόνο του υπέρ εαυτόν, «επί προσωπικού». Η εαυτο-κινούμενη γενναιότητα του είναι βασική προϋπόθεση της όποιας πολιτικής δράσης, η οποία είναι θεμιτό να πάρει μετά συλλογική μορφή, από τη στιγμή που το άτομο δεν μπορεί από μόνο του να νικήσει «κληρονομημένους» μηχανισμούς που έχουν τη δύναμη να το κατατροπώσουν.
Εδώ ακριβώς το ατομικό συναντάει το συλλογικό και εδώ είναι που πρέπει να εστιαστεί η όποια πολιτική θέλει να είναι σωστή.
Ο στόχος αυτής της πολιτικής πρέπει να είναι διπλός:
- η άρση του φόβου και ο περιορισμός όσων τον μετέρχονται συστηματικά, από τη μια
- η ενθάρρυνση του ατόμου να κινηθεί γενναία, από την άλλη.
Με αυτόν τον διπλό στόχο μπορεί να χαραχτεί μια συνολική πολιτική πρόταση που θα ξεπεράσει το αδιέξοδο της αριστερο-δεξιάς και θα δώσει νέα προοπτική στην πολιτική δράση.
Το πνεύμα της εποχής
6 years ago