Tuesday, March 6, 2007

κανείς δεν είναι τέλειος

Ακούω το τικ-τακ κάποιου μετρονόμου μέσα μου όταν κάνω παραφωνίες και λέω νάτο πάλι με έπιασα στα πράσα. Ούτε ένα παράφωνο γκάρισμα δεν μπορώ να κάνω χωρίς να με φωνάξω γαϊδούρι, ενώ, ούτε σαν γαϊδούρι επιτρέπω να μου σηκωθεί δημοσίως για καμιά γαϊδάρα (αφού η άλλη μπορεί να θεωρεί τον εαυτό της παγόνι και το θέαμα ενός γαϊδάρου που προσπαθεί να βατέψει μια παγόνα είναι κάπως γελοίο).

Γαμώ το τικ-τακ του, αλλά τι να κάνουμε αφού ακούγεται σαν να υπάρχει κουρδισμένος μέσα μας κάποιος μετρονομικός μηχανισμός της τελειότητας που ρυθμίζει τη συμπεριφορά μας ώστε να τείνει στο τέλειο, όσο κι αν αυτό είναι ακατόρθωτο, (και για αυτό είναι τέλειο).

Αυτός ο μηχανισμός μάς ωθεί να αφήσουμε μια γκόμενα (τείνοντας στο τέλειο του Έρωτα) για μιαν άλλη, που θα μας αφήσει με τη σειρά της, να αλλάξουμε δουλειά (τείνοντας στο τέλειο της Δημιουργίας) για να γίνουμε άνεργοι καλλιτέχνες, να φύγουμε από την Αθήνα (τείνοντας στο τέλειο του Τόπου) για να έρθουμε στο Βερολίνο ως πολιτιστικοί πρόσφυγες, με σακιά από στοιχειώδη εφόδια κουλτούρας στην πλάτη, κλπ.

Δεν λέω, για να υπάρχει ο τελειοποιητικός μηχανισμός κάτι θα εξυπηρετεί και καλό είναι να τον ακούμε. Έλα ντε που το τικ-τακ του μερικές φορές ακούγεται σαν εκκωφαντικό ντιγκ-νταγκ κάποιας πένθιμης καμπάνας που σημαίνει την απόλυτη αποτυχία μας και πάει να μας σπάσει τα τύμπανα.

Τότε μάς φαίνεται ότι είμαστε ένα μάτσο χάλια (ενώ οι άλλοι είναι ένα μάτσο λουλούδια του κάμπου), τα λάθη που κάνουμε μας φαίνονται τραγικά (ενώ τα λάθη των άλλων τα περνάμε για κατορθώματα) και σερνόμαστε σαν σκουλήκια (ενώ οι άλλοι γίναν κιόλας πεταλούδες με φτερά).

Χάνουμε το μέτρο και την προοπτική και δεν βλέπουμε το γενικό μέσα στο οποίο είμαστε όλοι ενταγμένοι. Βλέπουμε ο ένας τον άλλον, αλληλοϋποβλεπόμαστε συγκρίνοντας ποιος την έχει μεγαλύτερη και φυσικά τα χάνουμε με τόσες ψωλές (και ως γνωστόν όποιος μετράει πολλές ψωλές κάποια θα μπει στον κώλο του).

Χωρίς την προοπτική του Γενικού, χάνουμε το βάθος του χρόνου μέσα στο οποίο ο άνθρωπος εξελίσσεται σαν είδος με τις διάφορες φάσεις του και όπου κανείς δεν πρόκειται να έχει φτερά αν η φάση είναι σκουλήκι.

Χωρίς βάθος όλα ακούγονται μπροστά και εκκωφαντικά, η παραμικρή παρατήρηση ηχεί σαν μομφή, η ψυχή μας ουρλιάζει για το λάθος αντί να μάς ψιθυρίζει το σωστό, οι ενοχές σκάνε σαν βόμβες γύρω μας και τρέχουμε στα χαρακώματα της αυτοτιμωρίας, όπου ο καθένας ταμπουρώνεται στις μέρες μας δίνοντας τον «προσωπικό του αγώνα», με δεδομένη την αποτυχία.

Αποκομμένοι από το Γενικό, είναι σαν να σηκώνουμε όλο το βάρος του κόσμου μόνοι μας, στην αγύμναστη πλάτη μας, επειδή νομίζουμε ότι ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει με εμάς και εμείς πρέπει να τον φέρουμε εις πέρας στα λίγα χρόνια της ζωής μας, όπου μέχρι να καταλάβουμε τι παίζει θα έχουμε ήδη γεράσει και δεν θα μπορούμε να σηκώσουμε το βρακί μας, όχι το βάρος του κόσμου.

3 comments:

άσκεπος said...

Xaxaxa! Apolaustikos. Polu wraio to keimeno sou.

Anonymous said...

πολύ το ψάχνετε.έτσι χάνετε την καθημερινότητα και τις μοκροαπολαύσεις της.


απλοποιείστε τη σκέψη σας.
όταν θα σας αρέσει η έφη θώδη ,τότε θάχετε καταφέρει τα πάντα!!!

Anonymous said...

η θώδη ως μικροαπόλαυση είναι αντιφατική έννοια: πώς κάτι τόσο μεγάλο σε διαστάσεις και ασύλληπτο σε ένταση φωνασκίας και προφανούς ιδιοφλοιίας μπορεί να χαρακτηριστεί μικρο-απόλαυση; θα έλεγα ότι είναι λαρτζ... τόσο λαρτζ που μόνη της είναι όλη η καθημερινότητα εκτοπίζοντας όλες τις άλλες απολαύσεις κι εγώ δυστυχισμένος διότι η απόλαυση στη θώδη που είναι - επαναλαμβάνω η απόλαυση στη-θώδη που είναι το κορμί της δεν θα το κατακτήσω ποτες... πόσο δυστυχώ με τις μικρές απολαύσεις της καθημερινής μου θώδης: ποτές δεν θα καταφέρω τίποτα...

παρ'ανωνύμου ή νέος ανάχαρσις (μεταμοντέρνο ρ-ομ-άντζο)